Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
σπαργνόομαι: Ἐπικ. ἀντὶ σπαργανόομαι, κατά τινας ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 478.