3,277,719
edits
(13) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπικοιμῶμαι, -άομαι (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[μετά]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[πέφτω]] σε ύπνο, [[αποκοιμιέμαι]] («[[ἀλλά]] μοι δοκεῑς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) στον ύπνο [[συμπιέζω]] κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν [[νύκτα]] ώς ἐπεκοιμήθη ἐπ’ αὐτόν», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[κοιμάμαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἐπεκοιμᾱτο αὐτοῑς», δηλ. | |mltxt=ἐπικοιμῶμαι, -άομαι (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[μετά]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[πέφτω]] σε ύπνο, [[αποκοιμιέμαι]] («[[ἀλλά]] μοι δοκεῑς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) στον ύπνο [[συμπιέζω]] κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν [[νύκτα]] ώς ἐπεκοιμήθη ἐπ’ αὐτόν», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[κοιμάμαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἐπεκοιμᾱτο αὐτοῑς», δηλ. τοῖς βιβλίοις, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐπικεκοιμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αδιάφορος]], [[αμελής]]. | ||
}} | }} |