επικοιμώμαι
From LSJ
Greek Monolingual
ἐπικοιμῶμαι, -άομαι (Α) κοιμώμαι
1. κοιμάμαι μετά από κάτι
2. (απολ.) πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι («ἀλλά μοι δοκεῖς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», Πλάτ.)
3. (για πρόσ.) στον ύπνο συμπιέζω κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν νύκτα ώς ἐπεκοιμήθη ἐπ’ αὐτόν», ΠΔ)
4. κοιμάμαι πάνω σε κάτι («ἐπεκοιμᾱτο αὐτοῖς», δηλ. τοῖς βιβλίοις, Λουκιαν.)
5. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικεκοιμημένος, -η, -ον
αδιάφορος, αμελής.