τραχηλιαίος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(41)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[τραχηλιαῖος]], -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον τράχηλο, [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τραχηλιαῖον</i><br />το [[μέρος]] [[γύρω]] από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῡ βοός», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεφρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[τραχηλιαῖος]], -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον τράχηλο, [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τραχηλιαῖον</i><br />το [[μέρος]] [[γύρω]] από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεφρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο / τραχηλιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται γύρω από τον τράχηλο, τραχηλικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχηλιαῖον
το μέρος γύρω από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφρ-ιαίος)].