τραχηλικός
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
Greek Monolingual
-ή, -ό / τραχηλικός, -ή, -όν, ΝΑ τράχηλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο, τραχηλιαίος.