εμποιώ: Difference between revisions

No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (AM ἐμποιῶ)<br /><b>1.</b> [[προξενώ]], [[παράγω]], [[επιφέρω]], [[ενσπείρω]], [[εμφυσώ]]<br /><b>2.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) [[εμβάλλω]], [[κάνω]] να γεννηθεί, [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν ὕδατος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> (για χρησμό κυρ.) [[παραποιώ]] παρεμβάλλοντας, [[διασκευάζω]] [[κάτι]] γνήσιο με [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[παρεμβάλλω]]<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], την [[πεποίθηση]] («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις [[ἀκολουθητέον]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> αντιποιούμαι, [[εγείρω]] αξιώσεις, [[απαιτώ]] («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).
|mltxt=(-έω) (AM ἐμποιῶ)<br /><b>1.</b> [[προξενώ]], [[παράγω]], [[επιφέρω]], [[ενσπείρω]], [[εμφυσώ]]<br /><b>2.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) [[εμβάλλω]], [[κάνω]] να γεννηθεί, [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν ὕδατος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> (για χρησμό κυρ.) [[παραποιώ]] παρεμβάλλοντας, [[διασκευάζω]] [[κάτι]] γνήσιο με [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[παρεμβάλλω]]<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], την [[πεποίθηση]] («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις [[ἀκολουθητέον]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> αντιποιούμαι, [[εγείρω]] αξιώσεις, [[απαιτώ]] («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).
}}
}}