εμποιώ

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐμποιῶ)
1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ
2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῖ ἀνθρώποις», Ξεν.)
αρχ.
1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν ὕδατος», Αριστοφ.)
2. διαμορφώνω, σχηματίζω
3. (για χρησμό κυρ.) παραποιώ παρεμβάλλοντας, διασκευάζω κάτι γνήσιο με προσθήκη
4. γεν. παρεμβάλλω
5. (με απρμφ.) βάζω σε κάποιον την ιδέα, την πεποίθηση («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις ἀκολουθητέον εἶναι», Ξεν.)
6. μέσ. αντιποιούμαι, εγείρω αξιώσεις, απαιτώ («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).