Καρυάτιδα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM Καρυᾱτις, -ιδος)<br /><b>αρχιτ.</b> [[κίονας]] που έχει γυναικεία [[μορφή]] και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου» β. «δειπνεῑν δεῑ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῑρα [[ὥσπερ]] αἱ Καρυάτιδες», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιέρεια]] τὴς Αρτέμιδος<br /><b>2.</b> επίθ. της Αρτέμιδος («[[ἄγαλμα]] ἕστηκεν Ἀρτέμιδος ἐν ὑπαίθρῳ Καρυάτιδος», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>[[Πολυδ]].</b>) [[είδος]] χορού [[προς]] [[τιμή]] της Αρτέμιδος στις Καρυές της Λακωνικής<br /><b>3.</b> [[είδος]] σκουλαρικιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τοπων. [[Καρύαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶτις</i> (πρβλ. <i>Γυθ</i>-<i>άτις</i>)].
|mltxt=η (AM Καρυᾱτις, -ιδος)<br /><b>αρχιτ.</b> [[κίονας]] που έχει γυναικεία [[μορφή]] και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου» β. «δειπνεῖν δεῑ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῑρα [[ὥσπερ]] αἱ Καρυάτιδες», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιέρεια]] τὴς Αρτέμιδος<br /><b>2.</b> επίθ. της Αρτέμιδος («[[ἄγαλμα]] ἕστηκεν Ἀρτέμιδος ἐν ὑπαίθρῳ Καρυάτιδος», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>[[Πολυδ]].</b>) [[είδος]] χορού [[προς]] [[τιμή]] της Αρτέμιδος στις Καρυές της Λακωνικής<br /><b>3.</b> [[είδος]] σκουλαρικιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τοπων. [[Καρύαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶτις</i> (πρβλ. <i>Γυθ</i>-<i>άτις</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

η (AM Καρυᾱτις, -ιδος)
αρχιτ. κίονας που έχει γυναικεία μορφή και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου» β. «δειπνεῖν δεῑ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ὥσπερ αἱ Καρυάτιδες», Αθήν.)
αρχ.
1. ιέρεια τὴς Αρτέμιδος
2. επίθ. της Αρτέμιδος («ἄγαλμα ἕστηκεν Ἀρτέμιδος ἐν ὑπαίθρῳ Καρυάτιδος», Παυσ.)
2. (κατά τον Πολυδ.) είδος χορού προς τιμή της Αρτέμιδος στις Καρυές της Λακωνικής
3. είδος σκουλαρικιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Καρύαι + κατάλ. -ᾶτις (πρβλ. Γυθ-άτις)].