προλέγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. [[προείπα]] και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β' προεῑπον Α<br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] [[προηγουμένως]], [[προαναφέρω]] (α. «όπως [[προείπα]]...» β. «μέμνησθ' ἁγὼ [[προλέγω]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις»)<br /><b>3.</b> [[προφητεύω]], [[προμαντεύω]] (α. «προλέγει τα μέλλοντα» β. «το τε προειπεῑν [[ὑπὲρ]] τοῦ μέλλοντος στοχαζόμενον, ἐκ τῶν ἤδη γεγονότων εὐμαρές», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[εισαγωγή]], [[προλογίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα προλεγόμενα</i><br />[[πρόλογος]], προκαταρκτικές παρατηρήσεις, [[ιδίως]] σε [[βιβλίο]] («προλεγόμενα στη [[φιλοσοφία]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. αορ. και παρακμ. επίθ. και ως ουσ.) [[προρρηθείς]], -<i>εῑσα</i>, -<i>έν</i> και <i>προειρημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έχει λεχθεί [[προηγουμένως]] ή πιο [[πάνω]], αυτός που προαναφέρθηκε (α. «η προρρηθείσα [[περίπτωση]]...» β. «σύμφωνα με τα προειρημένα» — σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν [[προηγουμένως]], σύμφωνα με τα προλεχθέντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλέγω]] [[κατά]] [[προτίμηση]], [[προκρίνω]], [[προτιμώ]] («ἐξοχώτατοι προλέγονται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] [[δημόσια]], [[διακηρύσσω]] («προύλεγον τὸ [[ψήφισμα]] καθελοῡσι μὴ ἂν [[γίγνεσθαι]] πόλεμον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («προλέγομεν οὖν ὑμῑν... ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εφιστώ]] την [[προσοχή]], [[προειδοποιώ]] («τὸ δ' ἐρᾱν [[προλέγω]] τοῑσι νέοισιν [[μήποτε]] φεύγειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ορίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οἷς ἅπασιν οἱ... νόμοι δεσμὸν προλέγουσι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μηνύω]], [[καταγγέλλω]] («προεῑπον αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ φόνου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ προλεγόμεναι</i><br />(ενν. <i>θέσεις</i>) οι πρώτες αρχές<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «μακρὰ προλεγομένη» — μακρά [[συλλαβή]] η οποία τοποθετείται πρώτη.
|mltxt=ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. [[προείπα]] και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β' προεῑπον Α<br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] [[προηγουμένως]], [[προαναφέρω]] (α. «όπως [[προείπα]]...» β. «μέμνησθ' ἁγὼ [[προλέγω]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις»)<br /><b>3.</b> [[προφητεύω]], [[προμαντεύω]] (α. «προλέγει τα μέλλοντα» β. «το τε προειπεῖν [[ὑπὲρ]] τοῦ μέλλοντος στοχαζόμενον, ἐκ τῶν ἤδη γεγονότων εὐμαρές», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[εισαγωγή]], [[προλογίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα προλεγόμενα</i><br />[[πρόλογος]], προκαταρκτικές παρατηρήσεις, [[ιδίως]] σε [[βιβλίο]] («προλεγόμενα στη [[φιλοσοφία]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. αορ. και παρακμ. επίθ. και ως ουσ.) [[προρρηθείς]], -<i>εῑσα</i>, -<i>έν</i> και <i>προειρημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έχει λεχθεί [[προηγουμένως]] ή πιο [[πάνω]], αυτός που προαναφέρθηκε (α. «η προρρηθείσα [[περίπτωση]]...» β. «σύμφωνα με τα προειρημένα» — σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν [[προηγουμένως]], σύμφωνα με τα προλεχθέντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλέγω]] [[κατά]] [[προτίμηση]], [[προκρίνω]], [[προτιμώ]] («ἐξοχώτατοι προλέγονται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] [[δημόσια]], [[διακηρύσσω]] («προύλεγον τὸ [[ψήφισμα]] καθελοῡσι μὴ ἂν [[γίγνεσθαι]] πόλεμον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («προλέγομεν οὖν ὑμῑν... ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εφιστώ]] την [[προσοχή]], [[προειδοποιώ]] («τὸ δ' ἐρᾱν [[προλέγω]] τοῑσι νέοισιν [[μήποτε]] φεύγειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ορίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οἷς ἅπασιν οἱ... νόμοι δεσμὸν προλέγουσι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μηνύω]], [[καταγγέλλω]] («προεῑπον αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ φόνου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ προλεγόμεναι</i><br />(ενν. <i>θέσεις</i>) οι πρώτες αρχές<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «μακρὰ προλεγομένη» — μακρά [[συλλαβή]] η οποία τοποθετείται πρώτη.
}}
}}
{{lsm
{{lsm