Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κερτομώ: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(20)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κερτομῶ, -έω (ΑΜ)<br />[[κεντώ]] την [[καρδιά]] κάποιου με χλευαστικούς λόγους, [[πικραίνω]], [[περιπαίζω]], [[πειράζω]], [[σκώπτω]] κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῑν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.<br />β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῑν ἡμᾱς τόδ' [[αὖθις]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέρτομος]]].
|mltxt=κερτομῶ, -έω (ΑΜ)<br />[[κεντώ]] την [[καρδιά]] κάποιου με χλευαστικούς λόγους, [[πικραίνω]], [[περιπαίζω]], [[πειράζω]], [[σκώπτω]] κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῖν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.<br />β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν ἡμᾱς τόδ' [[αὖθις]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέρτομος]]].
}}
}}

Revision as of 20:24, 26 March 2021

Greek Monolingual

κερτομῶ, -έω (ΑΜ)
κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῖν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.
β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν ἡμᾱς τόδ' αὖθις», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέρτομος].