επαποκτείνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαποκτείνω]] και ἐπαποκτιννύω (Α)<br />[[σκοτώνω]] κάποιον [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]] («αὐτὸν ἐκεῑνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αποκτείνω]] «[[σκοτώνω]]»].
|mltxt=[[ἐπαποκτείνω]] και ἐπαποκτιννύω (Α)<br />[[σκοτώνω]] κάποιον [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]] («αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αποκτείνω]] «[[σκοτώνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α)
σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»].