θυμοβορώ: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυμοβορῶ, -έω (Α) [[θυμοβόρος]]<br />[[κατατρώγω]], [[φθείρω]] την [[καρδιά]] («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῑν» — πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την [[καρδιά]], <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=θυμοβορῶ, -έω (Α) [[θυμοβόρος]]<br />[[κατατρώγω]], [[φθείρω]] την [[καρδιά]] («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῖν» — πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την [[καρδιά]], <b>Ησίοδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

θυμοβορῶ, -έω (Α) θυμοβόρος
κατατρώγω, φθείρω την καρδιά («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῖν» — πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την καρδιά, Ησίοδ.).