δεῖνα: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b><br /><b>βλ.</b> [[δεινός]].<br />ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το)<br />(για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει [[κανείς]] να κατονομάσει) («ο [[δείνα]] [[ἔμπορος]]», «βλέπεις τὸν δεῑνα, [[τέκνον]] μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ' ἔδρασ' ὁ δεῑνα;»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δεῑνα</i><br /><b>1.</b> [[κάτι]] γνωστό για την ασημαντότητά του<br /><b>2.</b> το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η παλιότερη [[ερμηνεία]] της λ. από το [[τάδε]] ένα</i> (ουδ. πληθ. της αντων. <i>όδε</i> και της αρχ. αντων. [[ένος]]) «αυτά (και) εκείνα» > <i>ταδείνα</i> > ο [[δείνα]], με αναλογικά σχηματισμό, δεν γίνεται [[σήμερα]] αποδεκτή. Αντ' αυτής υποστηρίζεται ότι πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. [[δείμα]], αναλογικά [[προς]] <i>το δεινόν</i>, τα [[δεινά]], ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. προήλθε από το <i>δέν</i> (γεν. <i>δενός</i>) «[[πράγμα]], [[σώμα]]» μέσω της ονομ. <i>δειν</i>, που παραδίδεται στον κωμικό Σώφρονα. Ωστόσο [[καμιά]] από τις ερμηνείες αυτές δεν κρίνεται ικανοποιητική. Ας σημειωθεί ότι η [[αντωνυμία]] [[δείνα]] συνοδεύεται [[πάντα]] από [[άρθρο]] και δεν απαντά [[πριν]] τον Αριστοφάνη, στον οποίο το ουδ. το [[δείνα]] εκφράζει την [[αμηχανία]] κάποιου που δεν ξέρει, δεν τολμά ή δεν βρίσκει την κατάλληλη [[λέξη]] για να πει [[κάτι]]].
|mltxt=<b>επίρρ.</b><br /><b>βλ.</b> [[δεινός]].<br />ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῖνα, ο, η, το)<br />(για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει [[κανείς]] να κατονομάσει) («ο [[δείνα]] [[ἔμπορος]]», «βλέπεις τὸν δεῖνα, [[τέκνον]] μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ' ἔδρασ' ὁ δεῖνα;»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δεῖνα</i><br /><b>1.</b> [[κάτι]] γνωστό για την ασημαντότητά του<br /><b>2.</b> το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η παλιότερη [[ερμηνεία]] της λ. από το [[τάδε]] ένα</i> (ουδ. πληθ. της αντων. <i>όδε</i> και της αρχ. αντων. [[ένος]]) «αυτά (και) εκείνα» > <i>ταδείνα</i> > ο [[δείνα]], με αναλογικά σχηματισμό, δεν γίνεται [[σήμερα]] αποδεκτή. Αντ' αυτής υποστηρίζεται ότι πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. [[δείμα]], αναλογικά [[προς]] <i>το δεινόν</i>, τα [[δεινά]], ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. προήλθε από το <i>δέν</i> (γεν. <i>δενός</i>) «[[πράγμα]], [[σώμα]]» μέσω της ονομ. <i>δειν</i>, που παραδίδεται στον κωμικό Σώφρονα. Ωστόσο [[καμιά]] από τις ερμηνείες αυτές δεν κρίνεται ικανοποιητική. Ας σημειωθεί ότι η [[αντωνυμία]] [[δείνα]] συνοδεύεται [[πάντα]] από [[άρθρο]] και δεν απαντά [[πριν]] τον Αριστοφάνη, στον οποίο το ουδ. το [[δείνα]] εκφράζει την [[αμηχανία]] κάποιου που δεν ξέρει, δεν τολμά ή δεν βρίσκει την κατάλληλη [[λέξη]] για να πει [[κάτι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm