δεῖνα
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
ὁ, ἡ, τό, gen. δεῖνος, dat. δεῖνι, acc. δεῖνα: sometimes indecl. (v. infr.): nom. δεῖν, ὁ, Sophr.58: gen. and dat. τοῦ δείνατος, τῷ δείνατι, A.D.Pron.60.12, EM614.51:—
A such an one, so-and-so, always with Art., ὁ δεῖνα Ar.Ra.918, etc.; τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα Id.Th.622; ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος τὸν δεῖν' εἰσήγγειλεν D.13.5; ἃ ἂν ὁ δεῖνα ἢ ὁ δεῖνα εἴπῃ Id.2.31; ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα Arist.Rh.1416a23; ἡ δεῖνα Ant.Lib.22; τὸ δ., euphemism for τὸ πέος, Ar.Ach.1149, cf. Sch.Luc.Bis Acc.23; τὸ δεῖνα δ' ἐσθίεις; do you eat such a fish? Antiph.129.6: in gen., ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος mine or some other's, Arist.Pol.1262a3: dat., τῷ δεῖνι μεμφόμενος D.20.104, cf. 37.56: pl., οἱ δεῖνες Id.24.180; τῶν δείνων Id.20.106.
II τὸ δ. in Com. as an interjection to express an idea which suddenly strikes one, by the way, mark you, Ar.V.524, Pax 268, etc.: in later Prose, Luc.Vit.Auct.19.
Spanish (DGE)
ὁ, ἡ, τό
• Alolema(s): δεῖν Sophr.66
• Morfología: [indecl., pero gen. δεῖνος D.13.5, Men.Epit.681 (p.347), Arist.Pol.1262a3, PMich.Teb.122.1.21, 2.5 (I d.C.), A.D.Pron.60.11, δείνατος PMich.Teb.122.1.23, 2.2 (I d.C.), A.D.Pron.60.12, EM 614.52G.; dat. δεῖνι D.20.104, A.D.Pron.60.12, Philostr.VS 539, δείνατι A.D.Pron.60.12, EM 614.52G.; plu. nom. δεῖνες D.24.180; gen. δείνων D.20.106; siempre c. art.]
I como pron. indef.
1 un tal, un fulano, un como se llame, quienquiera que sea τὸν δεῖνα γιγνώσκεις, τὸν ἐκ Κοθωκιδῶν; Ar.Th.620, cf. 621, 622, 625, ὡς Ἁρμόδιον μὲν καὶ τὸν δεῖνα ἦλθον Lys.1.41, οὐχ ὁ δεῖν τυ ἐπίκαζε Sophr.l.c., ὁ δεῖνα Ἰᾶπυξ = el como se llame de Yapigia Antiph.137, ref. a un pescado τὸ δεῖνα δ' ἐσθίεις comes un como se llame Antiph.127.6, κἂν ὑμεῖς ἕνα κἂν πλείους κἂν τὸν δεῖνα κἂν ὁντινοῦν χειροτονήσετε στρατηγόν D.4.19, τὰ (νόμιμα) τῶν δείνων D.20.106, οἱ δεῖνες τὸν δῆμον ἐστεφάνωσαν D.24.180, τῷ δεῖνι δανείσω D.37.56, ἔπινε μετὰ τοῦ δεῖνος = bebía con un fulano Men.l.c., ὁ <δ.> μοιχός, καὶ ὁ δεῖνα ἄρα Arist.Rh.1416a24, ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος = mío o de otro tal Arist.Pol.1262a3, ὁ δεῖνα, παράδοξόν γε ποιεῖς πρᾶγμα Macho 49, πέντε δίδωσιν ἑνὸς τῇ δεῖνα ὁ δεῖνα τάλαντα AP 5.126 (Phld.), σκιὰ τοῦ δεῖνος Plu.2.707d, δέχου τοῦτον σὺ ... καὶ τὸ δεῖνα Luc.Cat.13, πατέρα μὲν τοῦ δεῖνος ἐξεπίστασθαι καὶ μητέρα Philostr.VS 480, εἰ ἡ δεῖνα αὐτῷ καλὴ φαίνοιτο Philostr.VS 513, cf. 516, 542, ὁ δεῖνα μοι εἴρηκε Hierocl.Facet.36, cf. Luc.Somn.11, Aq.Ru.4.1, ὁ δεῖνα καὶ ἡ δεῖνα = quienquiera que sea, hombre o mujer Iust.Nou.74.4.1.
2 para evitar un n. prop. preciso Fulano, Mengano, Zutano τί δὲ ταῦτ' ἔδρασ' ὁ δεῖνα; para no citar a Esquilo, Ar.Ra.918, μὴ ἂν ὁ δεῖνα ἢ ὁ δεῖνα εἴπῃ D.2.31, ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος τὸν δεῖνα εἰσήγγειλεν D.13.5, τῷ δεῖνι μεμφόμενος καὶ τὸν δεῖν' ἀνάξιον D.20.104, cf. D.C.44.33.4, 78.2.2, ὁμολογία τοῦ δῖνος τοῦ δίνατος πρὸς τὸν δῖνα τοῦ δίνατος PMich.Teb.122.1.23 (I d.C.), ὑπάγετε ... πρὸς τὸν δεῖνα Eu.Matt.26.18, ὁ δὲ ἀγωνοθέτης χρηματιεῖ ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος ἀγωνοθέτης πανηγύρεως Δημοσθενείων πρώτης ἢ δευτέρας ἢ τρίτης = y el juez usará el título de Fulano hijo de Mengano, juez del primer (o segundo o tercer) certamen de las Demostenias, SEG 38.1462.33 (Enoanda II d.C.), frec. en formularios mág. ποιήσατέ με, τὸν δεῖνα, ἔποπτον πᾶσιν ἀνθρώποις PMag.1.261, cf. 3.567, ἡ δεῖνα σοι ἐπιθύει ... ἐχθρόν τι θυμίασμα PMag.4.2643, ἔξελθε ἀπὸ τοῦ δεῖνα PMag.4.3013.
3 euf. ‘la cosa’ por el pene ἀνατριβομένῳ γε τὸ δεῖνα = mientras se frota la cosa Ar.Ach.1149, TP. τί περιγράφεις; OI. τὸ δεῖνα Ar.Pax 879.
II como adj. indef. tal εἰς τὸν δεῖνα τόπον Sm.1Re.21.2, εἰ ἐπιτυγχάνω τοῦ δεῖνα πράγματος Suppl.Mag.79.17, κατὰ τὴν δεῖνα πόλιν Cod.Iust.1.12.3.5.
III τὸ δεῖνα como interj. para indicar una idea surgida repentinamente, cambiar de tema o ganar tiempo por cierto, mira, a propósito Ar.Pax 268, V.524, Lys.921, 1168, Au.648, Fr.4, Men.Pc.335, Dysc.897, Sam.547, Luc.Vit.Auct.19, Bis Acc.23.
• Etimología: Dud. ¿Del plu. τάδε ἕνα < ταδεῖνα (cf. εἷς)? ¿Sobre *δέν ‘algo’, por falso corte de οὐδέν? ¿De *δϝεινο-, deriv. del numeral ‘dos’?
German (Pape)
[Seite 538] ὁ, ἡ, τό, gen. δεῖνος, acc. δεῖνα etc. zuweilen indeclin., wie Ar. Th. 622; der und der, ein gewisser, den man nicht nennen will oder kann, der bewußte, Ran. 918; Oratt., z. B. οἱ δεῖνες Dem. 24, 180; – τὸ δεῖνα, aus der Volkssprache, als Ausruf gebraucht, wenn man einen plötzlichen Einfall sogleich vorbringt, um ihn nicht zu vergessen, atat, oder wenn man sich auf etwas nicht sogleich besinnen kann, Dings, Ar. Lys. 921 Av. 648 Pax 268; dah. euphemistisch für πέος, ibd. 867 Ach. 1149.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ, τό)
gén. δεῖνος, dat. δεῖνι, acc. δεῖνα ; pl. nom. δεῖνες, gén. δείνων;
ou indécl. touj. précédé de l'art.
un tel, une telle : ὁ δεῖνα ἢ ὁ δεῖνα tel ou tel ; ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα tel et tel.
Étymologie: cf. δείς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεῖνα, ὁ, ἡ, τό pron., meestal indecl., ook gen. δεῖνος dinges, een zeker iemand of iets:. ἔσθ’ ὁ δεῖν’, ὃς καί ποτε τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα... het is dinges, die ooit dinges, de zoon van dinges... Aristoph. Th. 622. als interjectie, bij plotseling idee weet je wat?:. καίτοι, τὸ δεῖνα, ψίαθός ἐστ’ ἐξοιστέα maar weet je wat? Er moet een matras gehaald worden Aristoph. Lys. 921.
Russian (Dvoretsky)
δεῖνα: ὁ, ἡ, τό (gen. δεῖνος, dat. δεῖνι, acc. δεῖνα; pl. δεῖνες, gen. δείνων; тж. indecl.) такой-то, некоторый: ὁ δεῖνα ὁ τοῦ δεῖνα Arph. шутл. «некто нектович», такой-то, сын такого-то; ὁ δεῖνα ἢ или καὶ ὁ δεῖνα! Dem., Arst. такой-то и такой-то; ἀτὰρ (или καίτοι) τὸ δεῖνα! Arph. да, вот что!; οὐ φέρεις; - Τὸ δεῖνα γάρ; Arph. отчего не несешь? - Штуку-то эту?; οὐ τὰ τῶν Ἀθηναίων νόμιμα, οὐ τὰ τῶν δείνων Dem. законы ни афинян, ни кого бы то ни было.
Greek (Liddell-Scott)
δεῖνα: ὁ, ἡ, τό, γεν. δεῖνος, δοτ. δεῖνι, αἰτ. δεῖνα· ἀλλ’ ἐνίοτε ἄκλιτον (ἴδε τὰ κατωτ. μνημονευόμενα χωρία)· ὀνομαστική τις δεῖν, ὁ, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σώφρωνος ὑπὸ Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 335C, πρβλ. Ἰω. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 25· γενικὴ δὲ καὶ δοτ. τοῦ δείνατος, τῷ δείνατι αναφέρονται ὑπὸ Ἀπολλ. αὐτ. 336: ― τοιοῦτός τις, «ἕνας κἄποιος», ὃν δὲν θέλει τις ἢ δὲν δύναται νὰ ὀνομάσῃ, «ὁ τάδε», ἀείποτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ δεῖνα Ἀριστοφ. Βατρ. 918, κτλ.· τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα ὁ αὐτ. Θεσμ. 622· ὁ δεῖνα τοῦ δεινὸς τὸν δεῖνα εἰσαγγέλει Δημ. 167. 25· ἃ ἂν ὁ δεῖνα ἢ ὁ δεῖνα εἴπῃ ὁ αὐτ. 27. 11· ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα Ἀριστ. Ρητ. 3. 15, 5· τὸ δεῖνα, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τὸ πέος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1149, πρβλ. Σχόλ. Λουκ. Διὶ Κατηγ. 23· τὸ δεῖνα δ’ ἐσθίεις; «τρώγεις τὸ δεῖνα ψάρι;» Ἀντιφ. Κουρ. 2· κατὰ γεν., ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος, ἰδικός μου ἢ ἄλλου τινός, τοῦ τάδε, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 5· δοτ., τῷ δεῖνι μεμφόμενος Δημ. 488. 23, πρβλ. 982. 25· ― πληθ. οἱ δεῖνες ὁ αὐτ. 756. 13· τῶν δείνων ὁ αὐτ. 489. 12. ΙΙ. τὸ δεῖνα εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει παρὰ κωμ., ὅταν αἰφνιδίως ἐπέρχηται εἰς τὸν νοῦν τινος νὰ ἐρωτήσῃ ἢ νὰ ὑπομνήσῃ τι, ὅπερ τέως διέφευγε τὴν μνήμην αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 524, Εἰρ. 268, Ὄρν. 648, Λυσ. 921 καίτοι τὸ δεῖνα· ψίαθός ἐστ’ ἐξοιστέα, 926 καίτοι τὸ δεῖνα· προσκεφάλαιον οὐκ ἔχεις.
English (Strong)
probably from the same as δεινῶς (through the idea of forgetting the name as fearful, i.e. strange); so and so (when the person is not specified): such a man.
English (Thayer)
ὁ, ἡ; genitive δεινός; dative δεινι; accusative τόν, τήν, τό δεῖνα (cf. Matthiae, § 151), such a one, a certain one, i. e. one whose name I cannot call on the instant, or whose name it is of no importance to mention; once in the Scriptures, viz. Aristophanes, Demosthenes, others.)
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. δεινός.
ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῖνα, ο, η, το)
(για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ' ἔδρασ' ὁ δεῖνα;»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δεῖνα
1. κάτι γνωστό για την ασημαντότητά του
2. το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η παλιότερη ερμηνεία της λ. από το τάδε ένα (ουδ. πληθ. της αντων. όδε και της αρχ. αντων. ένος) «αυτά (και) εκείνα» > ταδείνα > ο δείνα, με αναλογικά σχηματισμό, δεν γίνεται σήμερα αποδεκτή. Αντ' αυτής υποστηρίζεται ότι πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. δείμα, αναλογικά προς το δεινόν, τα δεινά, ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση η λ. προήλθε από το δέν (γεν. δενός) «πράγμα, σώμα» μέσω της ονομ. δειν, που παραδίδεται στον κωμικό Σώφρονα. Ωστόσο καμιά από τις ερμηνείες αυτές δεν κρίνεται ικανοποιητική. Ας σημειωθεί ότι η αντωνυμία δείνα συνοδεύεται πάντα από άρθρο και δεν απαντά πριν τον Αριστοφάνη, στον οποίο το ουδ. το δείνα εκφράζει την αμηχανία κάποιου που δεν ξέρει, δεν τολμά ή δεν βρίσκει την κατάλληλη λέξη για να πει κάτι].
Greek Monotonic
δεῖνα: ὁ, ἡ, τό, γεν. δεῖνος, δοτ. δεῖνι, αιτ. δεῖνα· πληθ. οἱ δεῖνες, τῶν δείνων· αλλά μερικές φορές άκλιτο,
I. κάποιος τέτοιος, ένας κάποιος τον οποίο δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε· ὁ δεῖνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὁ δεῖνα, τοῦ δεῖνος, τὸν δεῖνα εἰσαγγέλλει, σε Δημ.
II. το δεῖνα στους Κωμ. ως επιφών., Λατ. malum! κατάρα! σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
ὁ (ἡ, τό)
Grammatical information: ?
Meaning: N. N., so-and-so (Att.).
Other forms: τοῦ δεῖνος, οἱ δεῖνες etc., sometimes indecl. τοῦ δεῖνα (more forms in Schwyzer 612), always with article
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. The explanation from plur. *τάδε ἔνα (cf. ἐκεῖνος) this (and) that > *ταδεῖνα, with anal. ὁ δεῖνα is now given up. The singular forms are much more usual than the plural forms. - S. Belardi, Doxa 3, 202f., Moorhouse Lang. 23 (1947) 207ff. Biraud, Nomina rerum 57-69: de + en-α so-und-so.
Middle Liddell
[deriv. uncertain] sometimes indecl.]
I. such an one, a certain one, whom one cannot or will not name, ὁ δεῖνα Ar., etc.; ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος τὸν δεῖνα εἰσαγγέλλει Dem.
II. δεῖνα in Com. as an interjection, Lat. malum! plague on't! Ar.
Frisk Etymology German
δεῖνα: ὁ (ἡ, τό),
{deĩna}
Forms: τοῦ δεῖνος, οἱ δεῖνες usw., bisweilen indekl. τοῦ δεῖνα (weitere Formen bei Schwyzer 612), immer mit Artikel
Meaning: ‘N. N., der und der’ (att.).
Etymology: Unerklärt. Nach gewöhnlicher Auffassung aus dem Plur. *τάδε ἔνα (vgl. ἐκεῖνος) ‘dies (und) jenes' > *ταδεῖνα erwachsen, wozu ὁ δεῖνα usw. als Analogiebildung. Dagegen spricht vor allem, daß die Singularformen ungleich gewöhnlicher als die Pluralformen sind. — Unhaltbare Kombination bei Messing Lang. 23, 210f., s. Belardi Doxa 3, 202f.
Page 1,357
Chinese
原文音譯:de‹na 得那
詞類次數:名詞(1)
原文字根:某某
字義溯源:某人^,這一個,有人;或源自(δεινῶς)=可怖的),而 (δεινῶς)出自(δειλός)=膽怯的), (δειλός)又出自(δέομαι)X=畏懼*)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 某人(1) 太26:18