3,270,575
edits
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ [[πυκνός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] πυκνό, [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[προσέγγιση]] τών συστατικών, [[συμπυκνώνω]] («ὁ ἀτμὸς πυκνοῦται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πολλά]] και χωρισμένα [[μεταξύ]] τους πράγματα) [[φέρνω]] πολύ [[κοντά]], [[συνωθώ]] (α. «[[πυκνώνω]] τις γραμμές του στρατού» β. «πυκνοῦσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] παχύρρευστο<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολυαριθμότερο ή συχνότερο, [[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[πυκνός]], συμπυκνώνομαι<br /><b>4.</b> (στην προστ. αορ.) <i>πυκνώσατε</i><br />(ως στρατιωτικό και γυμναστικό [[παράγγελμα]]) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή [[τάξη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>αραιώσατε</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[αποτέλεσμα]] του ψύχους) [[στερεοποιώ]], [[παγώνω]], [[πήζω]] («το... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συσφίγγω]], [[στενεύω]], ( | |mltxt=πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ [[πυκνός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] πυκνό, [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[προσέγγιση]] τών συστατικών, [[συμπυκνώνω]] («ὁ ἀτμὸς πυκνοῦται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πολλά]] και χωρισμένα [[μεταξύ]] τους πράγματα) [[φέρνω]] πολύ [[κοντά]], [[συνωθώ]] (α. «[[πυκνώνω]] τις γραμμές του στρατού» β. «πυκνοῦσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] παχύρρευστο<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολυαριθμότερο ή συχνότερο, [[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[πυκνός]], συμπυκνώνομαι<br /><b>4.</b> (στην προστ. αορ.) <i>πυκνώσατε</i><br />(ως στρατιωτικό και γυμναστικό [[παράγγελμα]]) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή [[τάξη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>αραιώσατε</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[αποτέλεσμα]] του ψύχους) [[στερεοποιώ]], [[παγώνω]], [[πήζω]] («το... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συσφίγγω]], [[στενεύω]], («πυκνοῦν | ||
τοὺς πόρους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[στομάχι]]) [[υπερπληρώ]]<br /><b>4.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] [[πυκνά]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («νέφεσι πυκνοῡσι τὸν οὐρανόν, [[καικίας]] μὲν [[σφόδρα]], λὶψ δὲ ἀραιοτέροις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> [[συμπτύσσω]] ως [[προς]] τη [[σημασία]], ως [[προς]] το [[νόημα]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>πυκνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για την [[αναπνοή]]) συγκρατούμαι<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[σύντομος]] και [[περιεκτικός]] («πεπύκνωται [ὁ Λυσίας] τοῖς χρήμασι», Δίον. Αλ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «πυκνῶ ἐμαυτόν» — συγκεντρώνομαι σκεπτόμενος, [[συγκεντρώνω]] τον νου μου σε [[κάτι]]. | |||
}} | }} |