πυκνώνω

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ πυκνός
1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῦται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)
2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α. «πυκνώνω τις γραμμές του στρατού» β. «πυκνοῦσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. κάνω κάτι παχύρρευστο
2. κάνω κάτι πολυαριθμότερο ή συχνότερο, πολλαπλασιάζω κάτι («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)
3. γίνομαι πυκνός, συμπυκνώνομαι
4. (στην προστ. αορ.) πυκνώσατε
(ως στρατιωτικό και γυμναστικό παράγγελμα) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή τάξη, σε αντιδιαστολή προς το αραιώσατε
αρχ.
1. (για το αποτέλεσμα του ψύχους) στερεοποιώ, παγώνω, πήζω («το... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῖ», Αριστοτ.)
2. συσφίγγω, στενεύω, («πυκνοῦν τοὺς πόρους», Θεόφρ.)
3. (σχετικά με το στομάχι) υπερπληρώ
4. καλύπτω κάτι πυκνά με κάτι άλλο («νέφεσι πυκνοῦσι τὸν οὐρανόν, καικίας μὲν σφόδρα, λὶψ δὲ ἀραιοτέροις», Αριστοτ.)
5. (λογ.) συμπτύσσω ως προς τη σημασία, ως προς το νόημα
6. μέσ. πυκνοῦμαι, -όομαι
(για την αναπνοή) συγκρατούμαι
7. παθ. είμαι σύντομος και περιεκτικός («πεπύκνωται [ὁ Λυσίας] τοῖς χρήμασι», Δίον. Αλ.)
8. φρ. «πυκνῶ ἐμαυτόν» — συγκεντρώνομαι σκεπτόμενος, συγκεντρώνω τον νου μου σε κάτι.