επιφορώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιφορῶ, -έω (AM)<br />[[επισωρεύω]] («[[κατύπερθε]] δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦνγῆς ἐπεφόρησε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]], [[προσφέρω]]<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]] ή έχω στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φορώ]], επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο του [[φέρω]].
|mltxt=ἐπιφορῶ, -έω (AM)<br />[[επισωρεύω]] («[[κατύπερθε]] δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπεφόρησε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]], [[προσφέρω]]<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]] ή έχω στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φορώ]], επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο του [[φέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 15:31, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιφορῶ, -έω (AM)
επισωρεύωκατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. φέρω, προσφέρω
2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο του φέρω.