πλέω: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και επικ. τ. [[πλείω]], Α<br /><b>1.</b> (για [[σκάφος]]) κινούμαι στην [[επιφάνεια]] θάλασσας, λίμνης, ποταμού, [[ταξιδεύω]] (α. «το [[πλοίο]] έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η [[έκρηξη]]» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ' ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]], μετακινούμαι από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] με [[πλοίο]] (α. «θάψαντες αὐτοὺς ἔπλεον ἐπὶ Λέσβου και Ἑλλησπόντους», <b>Ξεν.</b> β. «πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[επιπλέω]], [[παραμένω]] στην [[επιφάνεια]] του νερού και δεν βυθίζομαι (α. «ο [[φελλός]] πλέει στο [[νερό]]» β. «δένδρεα... τὰ oἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πλέω]] στο [[αίμα]]» — [[είμαι]] [[αιμόφυρτος]], [[είμαι]] πλημμυρισμένος από [[αίμα]]<br />β) «πλέει στα λεφτά» — [[είναι]] [[πάρα]] πολύ [[πλούσιος]]» <br />γ) «[[πλέω]] [[μέσα]] στα ρούχα μου» ή «τα ρούχα πλέουν [[επάνω]] μου» — [[είμαι]] πολύ [[αδύνατος]] για τα ρούχα που [[φορώ]], τα ρούχα [[είναι]] πολύ μεγαλύτερα απ' όσο μού χρειάζεται<br />δ) «τα πόδια μου πλέουν στα παπούτσια» — τα παπούτσια [[είναι]] πολύ μεγάλα για τα πόδια μου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μτφ. για το [[σκάφος]] της Πολιτείας ή της Εκκλησίας) [[ακολουθώ]] την [[πορεία]] μου, κατευθύνομαι [[προς]] τον σκοπό μου («ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μετακομίζομαι διά θαλάσσης («τὰ μὲν τῶν Ἀθηναίων [σκῡλα) πλέοντα ἑάλω», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πλέομαι</i><br />[[είμαι]] [[πλωτός]] («πλεῑται ἡ [[θάλασσα]]», Μουσών.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πεπλευσμένος πλοῡς» — το τελειωμένο θαλασσινό [[ταξίδι]]<br />β) «[[πάντα]] ἡμῑν κατ' ὀρθὸν πλεῑ» — οι υποθέσεις του κράτους εξελίσσονται κανονικά<br />4) <b>παροιμ.</b> α) «θεοῡ θέλοντος κἄν ἐπὶ ῥιπός πλέοις» — αν θέλει ο [[θεός]] μπορείς να ταξιδεύεις και [[πάνω]] σε μια [[ψάθα]], όλα εξαρτώνται από τη [[θέληση]] του θεού<br />β) «ὁ μὴ πεπλευκώς οὐδὲν ἑώρακεν κακὸν» — όποιος δεν έχει ταξιδεύσει, δεν ξέρει τους πραγματικούς κινδύνους του ταξιδιού<br />γ) «ἐπὶ γῆς μὴ πλεῖν» — όποιος δεν ξέρει [[τίποτε]] από [[θάλασσα]] να μην κάνει ότι ξέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πλέω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλέFω</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pleu</i>- «ρέω, [[κολυμπώ]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>plavate</i> «[[επιπλέω]], [[κολυμπώ]]», <i>pluta</i>- «πλημμυρισμένος», λατ. <i>pluit</i> «βρέχει» (<span style="color: red;"><</span> <i>plovit</i> <span style="color: red;"><</span> <i>plevit</i>), γαλλ. <i>il pleut</i> «βρέχει». Αξιοσημείωτη [[είναι]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] που παρουσιάζει το ρ. [[πλέω]] στην Ελληνική από την αρχική σημ. της ρίζας «βρίσκομαι στο [[νερό]], [[επιπλέω]], [[πλημμυρίζω]]» στη σημ. «[[ταξιδεύω]], μετακινούμαι με [[πλοίο]]». Η [[εξέλιξη]] αυτή θα μπορούσε, [[ωστόσο]], να θεωρηθεί [[φυσική]] και αναμενόμενη, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που είχε η [[θάλασσα]] και η [[ναυτιλία]] για τον ελληνικό λαό. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], με ιδιαίτερες σημασιολογικές εξελίξεις ανάγονται και τα: [[πλούτος]], [[πλύνω]], [[πλώω]], [[πλεύμων]] / [[πνεύμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλεύση]] (·<i>ις</i>), <i>πλούς</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[πλευστικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πλεύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλευστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αναπλέω]], [[διαπλέω]], [[διεκπλέω]], [[εκπλέω]], [[επαναπλέω]], [[επιπλέω]], [[καταπλέω]], [[παραπλέω]], [[περιπλέω]], [[συμπλέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιπλέω</i>, [[αντεκπλέω]], [[αντεπιπλέω]], [[αντιπαραπλέω]], [[αντιπεριπλέω]], [[αντιπλέω]], [[εκπεριπλέω]], <i>εμπεριπλέω</i>, [[εμπλέω]], [[επιδιαπλέω]], [[επικαταπλέω]], [[μεταπλέω]], [[προαναπλέω]], [[προδιαπλέω]], [[προεκπλέω]], [[προκαταπλέω]], [[προσεπιπλέω]], [[συγκαταπλέω]], [[συμπαραπλέω]], [[συμπεριπλέω]], [[συνδιαπλέω]], [[συνεκπλέω]], [[συνεπιπλέω]], [[υπαναπλέω]], [[υπεκπλέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αεροπλέω]], [[αποπλέω]], [[εισπλέω]], [[προσπλέω]], [[υπερπλέω]], [[υποπλέω]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και επικ. τ. [[πλείω]], Α<br /><b>1.</b> (για [[σκάφος]]) κινούμαι στην [[επιφάνεια]] θάλασσας, λίμνης, ποταμού, [[ταξιδεύω]] (α. «το [[πλοίο]] έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η [[έκρηξη]]» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ' ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]], μετακινούμαι από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] με [[πλοίο]] (α. «θάψαντες αὐτοὺς ἔπλεον ἐπὶ Λέσβου και Ἑλλησπόντους», <b>Ξεν.</b> β. «πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[επιπλέω]], [[παραμένω]] στην [[επιφάνεια]] του νερού και δεν βυθίζομαι (α. «ο [[φελλός]] πλέει στο [[νερό]]» β. «δένδρεα... τὰ oἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πλέω]] στο [[αίμα]]» — [[είμαι]] [[αιμόφυρτος]], [[είμαι]] πλημμυρισμένος από [[αίμα]]<br />β) «πλέει στα λεφτά» — [[είναι]] [[πάρα]] πολύ [[πλούσιος]]» <br />γ) «[[πλέω]] [[μέσα]] στα ρούχα μου» ή «τα ρούχα πλέουν [[επάνω]] μου» — [[είμαι]] πολύ [[αδύνατος]] για τα ρούχα που [[φορώ]], τα ρούχα [[είναι]] πολύ μεγαλύτερα απ' όσο μού χρειάζεται<br />δ) «τα πόδια μου πλέουν στα παπούτσια» — τα παπούτσια [[είναι]] πολύ μεγάλα για τα πόδια μου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μτφ. για το [[σκάφος]] της Πολιτείας ή της Εκκλησίας) [[ακολουθώ]] την [[πορεία]] μου, κατευθύνομαι [[προς]] τον σκοπό μου («ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μετακομίζομαι διά θαλάσσης («τὰ μὲν τῶν Ἀθηναίων [σκῡλα) πλέοντα ἑάλω», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πλέομαι</i><br />[[είμαι]] [[πλωτός]] («πλεῑται ἡ [[θάλασσα]]», Μουσών.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πεπλευσμένος πλοῡς» — το τελειωμένο θαλασσινό [[ταξίδι]]<br />β) «[[πάντα]] ἡμῖν κατ' ὀρθὸν πλεῑ» — οι υποθέσεις του κράτους εξελίσσονται κανονικά<br />4) <b>παροιμ.</b> α) «θεοῡ θέλοντος κἄν ἐπὶ ῥιπός πλέοις» — αν θέλει ο [[θεός]] μπορείς να ταξιδεύεις και [[πάνω]] σε μια [[ψάθα]], όλα εξαρτώνται από τη [[θέληση]] του θεού<br />β) «ὁ μὴ πεπλευκώς οὐδὲν ἑώρακεν κακὸν» — όποιος δεν έχει ταξιδεύσει, δεν ξέρει τους πραγματικούς κινδύνους του ταξιδιού<br />γ) «ἐπὶ γῆς μὴ πλεῖν» — όποιος δεν ξέρει [[τίποτε]] από [[θάλασσα]] να μην κάνει ότι ξέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πλέω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλέFω</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pleu</i>- «ρέω, [[κολυμπώ]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>plavate</i> «[[επιπλέω]], [[κολυμπώ]]», <i>pluta</i>- «πλημμυρισμένος», λατ. <i>pluit</i> «βρέχει» (<span style="color: red;"><</span> <i>plovit</i> <span style="color: red;"><</span> <i>plevit</i>), γαλλ. <i>il pleut</i> «βρέχει». Αξιοσημείωτη [[είναι]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] που παρουσιάζει το ρ. [[πλέω]] στην Ελληνική από την αρχική σημ. της ρίζας «βρίσκομαι στο [[νερό]], [[επιπλέω]], [[πλημμυρίζω]]» στη σημ. «[[ταξιδεύω]], μετακινούμαι με [[πλοίο]]». Η [[εξέλιξη]] αυτή θα μπορούσε, [[ωστόσο]], να θεωρηθεί [[φυσική]] και αναμενόμενη, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που είχε η [[θάλασσα]] και η [[ναυτιλία]] για τον ελληνικό λαό. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], με ιδιαίτερες σημασιολογικές εξελίξεις ανάγονται και τα: [[πλούτος]], [[πλύνω]], [[πλώω]], [[πλεύμων]] / [[πνεύμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλεύση]] (·<i>ις</i>), <i>πλούς</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[πλευστικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πλεύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλευστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αναπλέω]], [[διαπλέω]], [[διεκπλέω]], [[εκπλέω]], [[επαναπλέω]], [[επιπλέω]], [[καταπλέω]], [[παραπλέω]], [[περιπλέω]], [[συμπλέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιπλέω</i>, [[αντεκπλέω]], [[αντεπιπλέω]], [[αντιπαραπλέω]], [[αντιπεριπλέω]], [[αντιπλέω]], [[εκπεριπλέω]], <i>εμπεριπλέω</i>, [[εμπλέω]], [[επιδιαπλέω]], [[επικαταπλέω]], [[μεταπλέω]], [[προαναπλέω]], [[προδιαπλέω]], [[προεκπλέω]], [[προκαταπλέω]], [[προσεπιπλέω]], [[συγκαταπλέω]], [[συμπαραπλέω]], [[συμπεριπλέω]], [[συνδιαπλέω]], [[συνεκπλέω]], [[συνεπιπλέω]], [[υπαναπλέω]], [[υπεκπλέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αεροπλέω]], [[αποπλέω]], [[εισπλέω]], [[προσπλέω]], [[υπερπλέω]], [[υποπλέω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm