συμποιώ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, ΜΑ [[ποιῶ]]<br />[[συνεργώ]] στο να γίνει [[κάτι]] («συμποιοῦν | |mltxt=-έω, ΜΑ [[ποιῶ]]<br />[[συνεργώ]] στο να γίνει [[κάτι]] («συμποιοῦν | ||
τος | τος αὐτοῖς τοῦ Φίλωνος», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνθέτω]] [[ποίημα]] από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, ΜΑ [[ποιῶ]]<br />[[συνεργώ]] στο να γίνει [[κάτι]] («συμποιοῦν | |mltxt=-έω, ΜΑ [[ποιῶ]]<br />[[συνεργώ]] στο να γίνει [[κάτι]] («συμποιοῦν | ||
τος | τος αὐτοῖς τοῦ Φίλωνος», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνθέτω]] [[ποίημα]] από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 28 March 2021
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ ποιῶ
συνεργώ στο να γίνει κάτι («συμποιοῦν
τος αὐτοῖς τοῦ Φίλωνος», πάπ.)
αρχ.
συνθέτω ποίημα από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», Αριστοφ.).
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ ποιῶ
συνεργώ στο να γίνει κάτι («συμποιοῦν
τος αὐτοῖς τοῦ Φίλωνος», πάπ.)
αρχ.
συνθέτω ποίημα από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», Αριστοφ.).