σοφιστής: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι"
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. [[σοφίστρια]] Α<br /><b>1.</b> (στην κλασ. [[αρχαιότητα]]) [[δάσκαλος]] με ευρεία [[παιδεία]] που [[συνήθως]] περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας [[έναντι]] αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης, ιστορίας, μουσικής, φιλοσοφίας και [[ιδίως]] ρητορικής και της τέχνης του λόγου, όπως ήταν ο Πρόδικος, ο Γοργίας, ο [[Πρωταγόρας]] κ.ά. («τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς αποκαλοῡσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (στους [[μετέπειτα]] χρόνους) [[επαγγελματίας]] [[δάσκαλος]] που δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις και δεν αναζητούσε την [[αλήθεια]], [[αλλά]] με την [[ευγλωττία]] του προσήλκυε μαθητές και τους δίδασκε το νικάν εν λόγοις μετερχόμενοι [[ακόμη]] και ανέντιμα [[μέσα]] (α. «ὁ σοφιστὴς ἐπαινῶν ἃ πωλεῑ ἐξαπατήσει ὑμᾱς», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἔστι γὰρ ὁ σοφιστὴς χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας, ἀλλ' οὐκ οὔσης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που εξαπατά με [[λόγια]], που πλανεύει με [[λόγια]], [[απατεώνας]], [[κατεργάρης]] («γόητα καὶ σοφιστήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προβάλλει σοφιστικά επιχειρήματα, που χρησιμοποιεί σοφιστικούς συλλογισμούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει τη [[σοφία]] ή ξέρει καλά την [[τέχνη]] του, [[ικανός]], [[έμπειρος]], καλά εξασκημένος σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[δημιουργός]] του σύμπαντος («[[πάνυ]] θαυμαστον λέγεις σοφιστήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζητήματα του καθημερινού βίου) [[συνετός]], [[γνωστικός]], [[μυαλωμένος]]<br /><b>4.</b> αυτός που διαπρέπει στη [[φιλοσοφία]], που εισηγείται ή συμπληρώνει μια φιλοσοφική [[θεωρία]], [[δάσκαλος]] της φιλοσοφίας ή μιας επιστήμης («Σωκράτην μὲν τὸν σοφιστὴν ἀπεκτείνατε», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> (στους χρόνους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) α) [[ρητοροδιδάσκαλος]], [[ρήτορας]]<br />β) [[πεζογράφος]]<br /><b>6.</b> τιμητικό [[επίθετο]] σε επιταφίους<br /><b>7.</b> [[καθένας]] από τους βραχμάνους δασκάλους της θεολογικής φιλοσοφίας<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «σοφιστὴς πημάτων» — [[εφευρέτης]], [[επινοητής]] δυστυχιών και συμφορών<br />β) «οἱ ἑπτὰ σοφισταί» — οι [[επτά]] σοφοί («[[Σόλων]] τῶν ἑπτὰ σοφιστών ἐκλώθη», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοφίζομαι]]. Για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[σοφίζομαι]]].
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. [[σοφίστρια]] Α<br /><b>1.</b> (στην κλασ. [[αρχαιότητα]]) [[δάσκαλος]] με ευρεία [[παιδεία]] που [[συνήθως]] περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας [[έναντι]] αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης, ιστορίας, μουσικής, φιλοσοφίας και [[ιδίως]] ρητορικής και της τέχνης του λόγου, όπως ήταν ο Πρόδικος, ο Γοργίας, ο [[Πρωταγόρας]] κ.ά. («τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς αποκαλοῦσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (στους [[μετέπειτα]] χρόνους) [[επαγγελματίας]] [[δάσκαλος]] που δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις και δεν αναζητούσε την [[αλήθεια]], [[αλλά]] με την [[ευγλωττία]] του προσήλκυε μαθητές και τους δίδασκε το νικάν εν λόγοις μετερχόμενοι [[ακόμη]] και ανέντιμα [[μέσα]] (α. «ὁ σοφιστὴς ἐπαινῶν ἃ πωλεῑ ἐξαπατήσει ὑμᾱς», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἔστι γὰρ ὁ σοφιστὴς χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας, ἀλλ' οὐκ οὔσης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που εξαπατά με [[λόγια]], που πλανεύει με [[λόγια]], [[απατεώνας]], [[κατεργάρης]] («γόητα καὶ σοφιστήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προβάλλει σοφιστικά επιχειρήματα, που χρησιμοποιεί σοφιστικούς συλλογισμούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει τη [[σοφία]] ή ξέρει καλά την [[τέχνη]] του, [[ικανός]], [[έμπειρος]], καλά εξασκημένος σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[δημιουργός]] του σύμπαντος («[[πάνυ]] θαυμαστον λέγεις σοφιστήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζητήματα του καθημερινού βίου) [[συνετός]], [[γνωστικός]], [[μυαλωμένος]]<br /><b>4.</b> αυτός που διαπρέπει στη [[φιλοσοφία]], που εισηγείται ή συμπληρώνει μια φιλοσοφική [[θεωρία]], [[δάσκαλος]] της φιλοσοφίας ή μιας επιστήμης («Σωκράτην μὲν τὸν σοφιστὴν ἀπεκτείνατε», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> (στους χρόνους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) α) [[ρητοροδιδάσκαλος]], [[ρήτορας]]<br />β) [[πεζογράφος]]<br /><b>6.</b> τιμητικό [[επίθετο]] σε επιταφίους<br /><b>7.</b> [[καθένας]] από τους βραχμάνους δασκάλους της θεολογικής φιλοσοφίας<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «σοφιστὴς πημάτων» — [[εφευρέτης]], [[επινοητής]] δυστυχιών και συμφορών<br />β) «οἱ ἑπτὰ σοφισταί» — οι [[επτά]] σοφοί («[[Σόλων]] τῶν ἑπτὰ σοφιστών ἐκλώθη», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοφίζομαι]]. Για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[σοφίζομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm