σοφιστής
English (LSJ)
σοφιστοῦ, ὁ,
A master of one's craft, adept, expert, of diviners, Hdt.2.49; of poets, μελέταν σοφισταῖς πρόσβαλον Pi.I.5(4).28, cf. Cratin.2; of musicians, σοφιστὴς.. παραπαίων χέλυν A.Fr.314, cf. Eup.447, Pl.Com. 140; σοφιστῇ Θρῃκί (sc. Thamyris) E.Rh.924, cf. Ath.14.632c: with modal words added, οἱ σ. τῶν ἱερῶν μελῶν Ael.NA11.1; of the Creator of the universe (ὁ δημιουργός), πάνυ θαυμαστὸν λέγεις σοφιστήν Pl.R. 596d; of cooks, εἰς τοὺς σ. τὸν μάγειρον ἐγγράφω Alex.149.14, cf. Euphro 1.11; οἱ τὴν ἱππείαν σοφισταί. skilled in.., Ael.NA13.9: metaph., σοφιστής πημάτων deviser, contriver of pains, E.Heracl.993:—then,
2 wise, prudent or statesmanlike man, in which sense the seven Sages are called σοφισταί, Hdt.1.29, cf. Isoc.15.235, Arist.Fr.5, D.61.50; of Pythagoras, Hdt.4.95; of natural philosophers, Hp.VM20; of Isocrates and Plato, D.H.Comp.25; of the Βραχμᾶνες, Arr.An.6.16.5, cf. γυμνοσοφισταί; freq. with a slightly iron. sense, ἵνα μάθῃ σ. ὢν Διὸς νωθέστερος A.Pr.62, cf. 944; ψυχή.. κρείσσων σοφιστοῦ παντὸς εὑρέτις S.Fr. 101, cf. E.Hipp.921: prov., μισῶ σοφιστὴν ὅτις οὐχ αὑτῷ σοφός = I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own Id.Fr. 905: of the philosophic sage, Aristid.2.311 J.
II from late v B.C., a sophist, i.e. one who gave lessons in grammar, rhetoric, politics, mathematics, for money, such as Prodicus, Gorgias, Protagoras, τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς ἀποκαλοῦσιν X.Mem.1.6.13, cf. Cyn.13.8, Th.3.38, Pl.Prt. 31 3c, Euthd.271c, La. 186c, Men.85b, Isoc.15.148, Arist.SE165a22; σ. ἄχρηστοι καὶ βίου δεόμενοι Lys.33.3; but sometimes even of Socrates (though he did not teach for money), Aeschin.1.173; so of Christ, Luc.Peregr.13: hence (from the ill repute of the professed sophists at Athens),
2 sophist (in bad sense), quibbler, cheat, Ar.Nu.331,IIII, al., Pl.Sph. 268d; γόητα καὶ σοφιστὴν ὀνομάζων D.18.276.
3 later of the ῥήτορες, professors of rhetoric, and prose writers of the Empire, such as Philostratus and Libanius, Suid.; Ἀπολλωνίδῃ σοφιστῇ PLips. 97 X 18 (iv A.D.); freq. as a title in epitaphs, IG3.625,637,680,775, 14.935.
German (Pape)
[Seite 914] ὁ, ursprünglich wie σοφός, ein Jeder, der im Besitz einer besondern Geschicklichkeit od. Kunst ist; bes. der Ton- oder Gesangkundige, Hesych. σοφιστὰς ἔλεγον τοὺς περὶ μουσικὴν διατρίβοντας καὶ τοὺς μετὰ κιθάρας ᾄδοντας, Ath. XIV, 632 c πάντας τοὺς χρωμένους τῇ τέχνῃ ταύτῃ (μουσικῇ) σοφιστὰς ἀπεκάλουν, aus Aesch. anführend εἴτ' οὖν σοφιστὴς καλὰ παραπαίων χέλυν; auch Eur. nennt den Orpheus σοφιστὴς Θρ ῄξ, Rhes. 924, wie es auch Pind. I. 4, 28 zu nehmen ist; der Etwas geschickt erfindet (vgl. σόφισμα), ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὢν Διὸς νωθέστερος, Aesch. Prom. 62, vgl. 946; πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην, Eur. Heracl. 993; τῶν ἱερῶν μελῶν σοφισταί, Ael. H. A. 11, 1; οἱ τὴν ἱππείαν σοφισταί, 13, 9; ὀψοποιητικῆς πραγματείας σοφισταί, Poll. 6, 71; vgl. Ath. IX, 377 f. – Ueb. der in Angelegenheiten des öffentlichen und häuslichen Lebens gewandte und erfahrene Mann, von praktischer Lebensklugheit; so heißen bei Her. die sogenannten sieben Weisen immer σοφισταί, z. B. 1, 29 (vgl. Euphro bei Ath. IX, 379 v. 10); eben so Pythagoras, 4, 95; daher es zuweilen auch den Weisen im höheren Sinne des Wortes bezeichnet, den Gelehrten, der sich durch Kenntnisse und Nachdenken vor der großen Menge auszeichnet, vgl. D. L. prooem. 12. – Bei den Athenern bes. der für Geld die Kunst zu denken und zu sprechen, Philosophie u. Beredrsamkeit lehrt, der Redekünstler, σοφιστῶν ἀκροαταί, Thuc. 3, 38; in diesem Sinne hießen Protagoras, Gorgias, Hippias, Prodikus und Thrasvmachus Sophisten; und weil diese sich hauptsächlich mit der Beredtsamkeit beschäftigten, hießen auch Redner, bes. diejenigen, welche wie Isokrates Reden schrieben, σοφισταί, Isocr. 4, 3, im Gegensatz der Dichter, 4, 82. – Die Erklärung des Arist. elench. Soph. 1, 2, ἔστι γὰρ ὁ σοφιστὴς χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας, ἀλλ' οὐκ οὐσης, wird von Sokrates Zeit an geltend, der durch seine scharfsinnigen Unterhaltungen mit ihnen ihr lediglich auf den äußern Schein gerichtetes Streben bloßstellte, wie sie durch Trugschlüsse und Redekunststücke die Zuhörer zu überreden suchten, ihnen aber keine wahre Weisheit mittheilten, nur auf eignen Ruhm u. Gewinn bedacht waren. Dah. von Aristophanes u. Platon an das Wort auch den Nebenbegriff des Großprahlers, Aufschneiders, ja des gauklerischen Betrügers erhält, Dem. 18, 276 δεινὸν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν καὶ τὰ. τοιαῦτ' ὀνομάζων. – Später, als die alte, ächte Beredtsamkeit verschwunden war, kam der Sophist wieder zu Ehren und bezeichnete, ungefähr gleichbedeutend mit ῥήτωρ, den Lehrer u. Meister im prosaischen Ausdruck, der nicht sowohl des Inhalts, als der schönen Form wegen schreibt, gleichviel ob Reden, Briefe, Geschichtswerke oder Anderes, vgl. Villois. praef. ad Long.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 tout homme qui excelle dans un art : σοφιστής τινος ou τι habile en qch;
2 philosophe, sage;
3 à Athènes, depuis le milieu du 5ᵉ s. maître de philosophie et d'éloquence, sophiste ; en mauv. part charlatan, imposteur.
Étymologie: σοφίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφιστής -οῦ, ὁ [σοφίζω] meester, deskundige, expert. geleerde, denker, wijze, wijsgeer; in Athene aan het einde van de vijfde eeuw iemand die tegen betaling lesgaf in grammatica, retorica, politiek en wiskunde sofist:; τὴν σοφίαν ὡσαύτως τούς … ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστάς op dezelfde manier (noemen ze) mensen die voor geld hun wijsheid verkopen aan wie maar wil ‘sofisten’ Xen. Mem. 1.6.13; uitbr. sofist (in negatieve zin), bedrieger, charlatan. slimme bedenker, uitvinder:. πολλῶν σ. πημάτων ἐγιγνόμην bedacht ik veel soorten ellende Eur. HF 993.
Russian (Dvoretsky)
σοφιστής: οῦ ὁ
1 сведущий человек, знаток: οἱ ἐπιγενόμενοι σοφισταί Her. ученые люди более позднего времени;
2 мастер, художник: σ. Θρῄξ Eur. фракийский художник, т. е. Орфей;
3 создатель, изобретатель (πολλῶν πημάτων Eur.);
4 мудрец (οἱ ἐκ τῆς Ἑλλάδος σοφισταί Her.);
5 софист, платный учитель философии и риторики (Thuc., Plat.; τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου πωλοῦντας σοφιστὰς ἀποκαλοῦσιν Xen.);
6 (начиная с Платона), софист, лжефилософ, шарлатан (ἔστι ὁ σ. χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας Arst.).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α
1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης, ιστορίας, μουσικής, φιλοσοφίας και ιδίως ρητορικής και της τέχνης του λόγου, όπως ήταν ο Πρόδικος, ο Γοργίας, ο Πρωταγόρας κ.ά. («τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς αποκαλοῦσι», Ξεν.)
2. (στους μετέπειτα χρόνους) επαγγελματίας δάσκαλος που δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις και δεν αναζητούσε την αλήθεια, αλλά με την ευγλωττία του προσήλκυε μαθητές και τους δίδασκε το νικάν εν λόγοις μετερχόμενοι ακόμη και ανέντιμα μέσα (α. «ὁ σοφιστὴς ἐπαινῶν ἃ πωλεῖ ἐξαπατήσει ὑμᾱς», Πλάτ.
β. «ἔστι γὰρ ὁ σοφιστὴς χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας, ἀλλ' οὐκ οὔσης», Αριστοτ.)
3. συνεκδ. αυτός που εξαπατά με λόγια, που πλανεύει με λόγια, απατεώνας, κατεργάρης («γόητα καὶ σοφιστήν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που προβάλλει σοφιστικά επιχειρήματα, που χρησιμοποιεί σοφιστικούς συλλογισμούς
αρχ.
1. αυτός που κατέχει τη σοφία ή ξέρει καλά την τέχνη του, ικανός, έμπειρος, καλά εξασκημένος σε κάτι
2. ο δημιουργός του σύμπαντος («πάνυ θαυμαστον λέγεις σοφιστήν», Πλάτ.)
3. (σχετικά με ζητήματα του καθημερινού βίου) συνετός, γνωστικός, μυαλωμένος
4. αυτός που διαπρέπει στη φιλοσοφία, που εισηγείται ή συμπληρώνει μια φιλοσοφική θεωρία, δάσκαλος της φιλοσοφίας ή μιας επιστήμης («Σωκράτην μὲν τὸν σοφιστὴν ἀπεκτείνατε», Αισχίν.)
5. (στους χρόνους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) α) ρητοροδιδάσκαλος, ρήτορας
β) πεζογράφος
6. τιμητικό επίθετο σε επιταφίους
7. καθένας από τους βραχμάνους δασκάλους της θεολογικής φιλοσοφίας
8. φρ. α) «σοφιστὴς πημάτων» — εφευρέτης, επινοητής δυστυχιών και συμφορών
β) «οἱ ἑπτὰ σοφισταί» — οι επτά σοφοί («Σόλων τῶν ἑπτὰ σοφιστών ἐκλώθη», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζομαι. Για τη σημ. της λ. βλ. λ. σοφίζομαι].
Greek Monotonic
σοφιστής: -οῦ, ὁ (σοφίζομαι),
I. 1. αυτός που κατέχει καλά το επάγγελμα ή την τέχνη του, δεξιοτέχνης, ειδήμων, λέγεται για μάντη, σε Ηρόδ.· λέγεται για ποιητές, σε Πίνδ.· ομοίως για τον Δημιουργό των πάντων, σε Πλάτ.· μεταφ., σοφιστὴς πημάτων, μαθημένος στη δυστυχία, σε Ευρ.
2. όπως το φρόνιμος, αυτός που δείχνει ευφυΐα στα πρακτικά ζητήματα της ζωής, συνετός άνθρωπος· με αυτή την έννοια οι Επτά Σοφοί ονομάζονταν σοφισταί, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον Προμηθέα, σε Αισχύλ.
II. 1. στην Αθήνα, Σοφιστής, δηλ. αυτός που δίδασκε έναντι αμοιβής τη γραμματική, τη ρητορική, την πολιτική τέχνη, τα μαθηματικά, όπως ήταν οι Πρόδικος, Γοργίας, Πρωταγόρας, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. Αρχικά οι Σοφιστές έχαιραν υπόληψης, αλλά εξαιτίας της χαλαρότητας των αρχών τους έπεσαν σε ανυποληψία και η λέξη κατέληξε να σημαίνει·
2. σοφιστής (με αρνητική σημασία), στρεψοδίκης, απατεώνας, δημαγωγός, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστής: -οῦ, ὁ, (σοφίζω) ὁ καλῶς κατέχων τὴν σοφίαν ἢ τὴν τέχνην του, ἐπὶ μάντεως, Ἡρόδ. 2. 49· ἐπὶ ποιητῶν, μελέταν σοφισταῖς πρόσβαλον Πινδ. Ι. 5 (4). 36, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2)· ἐπὶ μουσικῶν, σοφιστὴς.. παραπαίων χέλυν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 320, πρβλ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 73, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφ.» 13· σοφιστῇ Θρῃκὶ (ἐξυπακ. τῷ Ὀρφεῖ) Εὐρ. Ρῆσ. 924, πρβλ. Ἀθήν. 632C· -μετὰ προσδιορισμῶν, οἱ σ. τῶν ἱερῶν μελῶν Αἰλ. π. Ζ. 11. 1· ἐπὶ τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ παντὸς (ὁ δημιουργός), πάνυ θαυμαστὸν λέγεις σ. Πλάτ. Πολ. 596D· ἐπὶ μαγείρων, εἰς τοὺς σ. τὸν μάγειρον ἐγγράφω Ἄλεξ. ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 14, πρβλ. Εὔφρ. ἐν «Ἀδελφ.» 1. 11· τὴν ἱππείαν, ἔμπειρος, δεξιός, ἠσκημένος εἰς .., Αἰλ. π. Ζ. 13. 9· μεταφορ., σ. πημάτων, «μαθημένος» εἰς ἀθλιότητα, Εὐρ. Ἡρακλ. 993· -ἀκολούθως, 2) ὡσαύτως, φρόνιμος, ὁ δεξιὸς εἰς πράγματα τῆς ζωῆς ταύτης, σοφός, φρόνιμος ἄνθρωπος, συνετὸς πολιτικὸς ἀνήρ, καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ ἑπτὰ σοφοὶ καλοῦνται σοφισταί, Ἡρόδ. 1. 29, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 251, Ἀριστ. Ἀποσπ. 7, Δημ. 1416. 11, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 208R· -οὕτω καὶ ὁ Πυθαγόρας, Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· οὕτως οἱ Βραχμᾶνες, Ἀρρ. Ἀν. 6. 16, 5, ἴδε ἐν λέξ. γυμνοσοφιστής· ὡσαύτως μετ’ εἰρωνικῆς κατά τι σημασίας, ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὤν Διὸς νωθέστερος Αἰσχύλ. Πρ. 62 (ἔνθα ἴδε Blomf.), πρβλ. 944· κρείσσων σοφιστοῦ παντὸς εὑρέτις Σοφ. Ἀποσπ. 88, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 921· παροιμ., μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφὸς Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 332· πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστείδ. 2. σ. 311, ἐπὶ τῆς εὐγενεστάτης σημασίας τοῦ σοφός, ὁ σοφὸς ἄνθρωπος, φιλόσοφος, ἴδε Valck. εἰς Ἱππ. 921. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Πλάτωνος, σοφιστής, δηλ. ὁ διδάσκων ἀντὶ χρημάτων γραμματικήν, ῥητορικήν, πολιτικήν, μαθηματικά, οἷοι ἦσαν ὁ Πρόδικος, ὁ Γοργίας, ὁ Πρωταγόρας (τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς ἀποκαλοῦσιν Ξεν. Ἀπομν. 1. 6. 13), Θουκ. 3. 38. Πλάτ. Πρωτ. 313C, Εὐθύδ. 272Α, Λάχ. 186C, Μένων 85Β, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 159, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 2. 6, Ἀριστείδ. 2. 311· σ. ἄχρηστοι καὶ βίου δεόμενοι Λυσ. 912 ἐν τέλ. -Ὁ σοφιστὴς κατὰ τὸν Κικ. de Orat. 3. 16, κατεῖχε dicendi faciendique sapientian, ἱκανότητα περί τε τὸ λέγειν καὶ τὸ πράττειν· διότι πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, ὡς ὁ Γοργίας, ἦσαν καὶ δημόσιοι ῥήτορες (oratores) καὶ ῥητοροδιδάσκαλοι (rhetores). Πολλοὶ τῶν σοφιστῶν ἀναμφιβόλως οὐδόλως ἐφρόντιζον περὶ ἀληθείας ἢ ἠθικότητος καὶ ἁπλῶς ἐπηγγέλλοντο νὰ διδάσκωσι τὴν τέχνην, δι’ ἧς ὁ ἥσσων λόγος ἠδύνατο νὰ φαίνηται κρείττων· δὲν φαίνεται ὅμως ὅτι ὑπάρχει λόγος νὰ νομίζωμεν ὅτι ἀπετέλουν ἰδίαν τινὰ αἵρεσιν καὶ διδάσκοντες ἴδιά τινα δόγματα· μάλιστα καὶ αὐτὸς ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων ἐκαλοῦντο ἐνίοτε σοφισταί, Ἀριστείδ. 2. 249· καὶ οἱ φιλόσοφοι καθόλου οὕτω καλοῦνται ἔν τινι νόμῳ τοῦ 307 π.Χ.· ἴδε Grote εἰς Πλάτωνα 1. σ. 262 σημ., πρβλ. 177, 541 κἑξ., καὶ πρβλ Cope ἐν τῷ Journ. of Classical Philol. 1, σ. 145 κἑξ., Jowett Indrod. to Plat. Soph. - Ἐκ τῆς κακῆς φήμης τῶν κατ’ ἐπάγγελμα Σοφιστῶν ἐν Ἀθήναις κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 2) σοφιστὴς (ἐπὶ τῆς κακῆς σημασίας), ἄνθρωπος σοφιστευόμενος, ἀπατεών, Ἀριστοφ. Νεφ. 331, 1111, κ. ἀλλ., Πλάτ. Σοφ. 268D· γόητα καὶ σοφιστὴν ὀνομάζων Δημ. 318. 1. 3) κατὰ τοὺς μεταγεν. χρόνους τὸ ὄνομα σοφιστὴς ἐπανῆλθεν εἰς τιμὴν λεγόμενον ἐπὶ τῶν ῥητόρων, τῶν διδασκάλων τῆς ῥητορικῆς, καὶ τῶν πεζογράφων τῶν Ρωμαϊκῶν χρόνων, οἷοι ἦσαν ὁ Φιλόστρατος καὶ ὁ Λιβάνιος· συχνάκις φέρεται ὡς τιμητικὸν ἐπώνυμον ἐν ἐπιταφίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 373b (προσθῆκαι), 397, 424, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 591, 877, κ. ἀλλ. ― Πρβλ. σοφία, σοφὸς ἐπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.
Middle Liddell
σοφιστής, οῦ, ὁ, [σοφίζομαι]
I. a master of one's craft or art, an adept, of a diviner, Hdt.; of poets, Pind.; of the Creator, Plat.; metaph., ς. πημάτων an adept in misery, Eur.
2. like φρόνιμος, one who is clever in matters of life, a wise man, in which sense the seven Sages are called σοφισταί, Hdt.; of Prometheus, Aesch.
II. at Athens, a Sophist, i. e. a professor of grammar, rhetoric, politics, mathematics, such as Prodicus, Gorgias, Protagoras, Thuc., Plat., etc. At first the Sophists were held in honour; but from their loose principles they fell into ill repute, and the word came to mean,
2. a sophist (in bad sense), a quibbler, cheat, Ar., Dem., etc.
English (Woodhouse)
a clever person, concretely, learned man, one who cheats
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό σοφίζω, πού παράγεται ἀπό τό σοφός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
sophista, sophist, wise man, 3.38.7.
Translations
expert
Albanian: ekspert; Amharic: ዓዋቂ; Arabic: مُتَخَصِّص, مُتَخَصِّصَة, خَبِير, خَبِيرَة; Egyptian Arabic: خبير; Armenian: փորձագետ; Azerbaijani: ekspert, mütəxəssis; Bashkir: белгес; Belarusian: эксперт, экспэ́рт; Bengali: বিশেষজ্ঞ, দক্ষ; Bulgarian: експерт; Burmese: ကျွမ်းကျင်သူ; Catalan: expert; Chinese Cantonese: 專家, 专家, 高手; Hakka: 高手; Mandarin: 專家, 专家, 專門家, 专门家, 高手; Min Nan: 高手; Czech: odborník, expert, znalec; Danish: ekspert; Dutch: deskundige, expert; Esperanto: kompetentulo; Estonian: asjatundja, ekspert; Finnish: asiantuntija, ekspertti; French: expert; Galician: experto; Georgian: ექსპერტი, სპეციალისტი, მცოდნე; German: Experte, Fachmann, Fachfrau; Greek: εμπειρογνώμων, εμπειροτέχνης, δεξιοτέχνης; Ancient Greek: ἐπιστήμων; Hebrew: מומחה / מֻמְחֶה; Hindi: विशेषज्ञ, माहिर, कबीर, सिद्धहस्त; Hungarian: szakértő, szakember; Icelandic: sérfræðingur; Indonesian: ahli, pakar, eksper, spesialis; Irish: saineolaí; Italian: esperto; Japanese: 専門家, 熟練者, 名人; Javanese: juru; Kazakh: сарапшы, маман; Khmer: ជំនាញ, អ្នកឯកទេស; Korean: 숙련자(熟鍊者), 전문가(專門家), 명인(名人); Kurdish Northern Kurdish: pispor; Kyrgyz: билгич; Lao: ຜູ້ຊ່ຽວຊານ; Latin: consultus; Latvian: eksperts, eksperte; Lithuanian: ekspertas; Macedonian: експерт; Malay: pakar; Maori: tautōhito, pūkenga, mātanga; Mongolian Cyrillic: мэргэжилтэн, шинжээч, эксперт; Navajo: yééhósinígíí; Ngazidja Comorian: mtââlamu; Norwegian Bokmål: ekspert; Occitan: expèrt; Ottoman Turkish: متخصص; Pashto: ماهر, متخصص; Persian: خبره, متخصص; Polish: ekspert; Portuguese: expert, especialista, perito; Romanian: expert; Russian: эксперт, специалист, специалистка, знаток; Scottish Gaelic: ealantach, eòlaiche; Serbo-Croatian Cyrillic: ѐксперт, стру̏чња̄к, зналац; Roman: èkspert, strȕčnjāk, ználac; Slovak: odborník, znalec, expert; Slovene: strokovnjak, izvedenec; Sorbian Lower Sorbian: eksperta; Spanish: perito, experto, conocedor; Swahili: mtaalam, mtaalamu; Swedish: expert, sakkunnig; Tagalog: dalubhasa, eksperto; Tajik: мутахассис, эксперт; Tatar: белгеч; Thai: ผู้เชี่ยวชาญ; Turkish: uzman, usta, üstat, mütehassıs, bilirkişi; Turkmen: ekspert, ussat; Ukrainian: експерт, фахівець, знавець; Urdu: ماہر; Uyghur: مۇتەخەسسىس; Uzbek: ekspert, mutaxassis; Vietnamese: chuyên gia; Welsh: arbenigwr; Yiddish: עקספּערט; Zazaki: pıspor, pıspore
wise
Albanian: urtë; Arabic: حَكِيم, فَطِن, فَطُن, عَاقِل; Armenian: իմաստուն; Aromanian: mintimen; Azerbaijani: ağıllı, müdrik, hikmətli; Belarusian: мудры, разумны; Bulgarian: мъ́дър, умен; Catalan: savi; Chinese Mandarin: 明智, 英明, 高明, 聰明, 聪明; Czech: moudrý, rozumný; Danish: vis, klog; Dutch: wijs; Esperanto: saĝa; Estonian: tark; Finnish: viisas; French: sage; Galician: sabio; Georgian: ჭკვიანი, ბრძენი; German: weise, klug; Alemannic German: wiis; Gothic: 𐌷𐌰𐌽𐌳𐌿𐌲𐍃, 𐍃𐌽𐌿𐍄𐍂𐍃; Greek: σοφός; Ancient Greek: σοφός; Hebrew: חָכָם; Hindi: बुद्धिमान; Hungarian: bölcs; Icelandic: vís; Indonesian: bijaksana, bijak, wicak; Irish: críonna, fáidhiúil, seanchríonna; Italian: saggio; Japanese: 賢い, 賢明な; Kannada: ಜಾಣ; Karakhanid: بِلْكا; Kashmiri: گاٹُل, गाटुल; Kazakh: дана, данышпан; Khmer: ប្រាជ្ញា, ប្រតិពល, ប្រាជ្ញ, វិទូ; Korean: 현명하다, 명철하다, 지혜롭다, 슬기롭다; Kyrgyz: акылман, даанышман; Lao: ສັບປັນຍາ, ສະຫລາດ; Latgalian: gudrys; Latin: sapiens, cordatus; Latvian: gudrs; Lithuanian: išmintingas; Luxembourgish: klug; Macedonian: мудар; Malay: bijaksana, bijak; Maore Comorian: -endza hikima; Navajo: hóyą́; Norman: sage; Norwegian Bokmål: vis, klok; Occitan: savi; Old Church Slavonic Cyrillic: мѫдръ; Old East Slavic: мудръ; Old English: wīs; Old Turkic: 𐰋𐰃𐰠𐰏𐰀; Persian: دانا, خردمند, زنیر; Plautdietsch: weis; Polish: mądry; Portuguese: sábio, sensato; Rapa Nui: maori; Romani Welsh Romani: gožvalo; Romanian: cu scaun la cap, înțelept; Russian: мудрый, умный, разумный; Sanskrit: कवि; Scottish Gaelic: crìonna, glic, seanacheannach; Serbo-Croatian Cyrillic: мудар, у̑ман; Roman: múdar, ȗman; Slovak: múdry, umný, rozumný; Slovene: moder; Sorbian Lower Sorbian: mudry; Spanish: sabio, juicioso, sapiente; Swahili: -staarabu; Swedish: vis, klok; Tagalog: marunong; Tajik: доно, хирадманд, донишманд; Tamil: சாது; Telugu: తెలివైన; Thai: เฉลียวฉลาด, ฉลาด; Turkish: akıllı, bilge; Turkmen: paýhasly; Ugaritic: 𐎈𐎋𐎎; Ukrainian: мудрий, розумний; Urdu: بدھمان; Uzbek: donishmand, dono; Vietnamese: khôn; Warlpiri: pina; Welsh: cymen, doeth; West Frisian: wiis
sophist
Catalan: sofista; Czech: sofista; Danish: sofist; Esperanto: sofisto; Galician: sofista; German: Sophist, Sophistin; Greek: σοφιστής; Ancient Greek: σοφιστής; Italian: sofista; Portuguese: sofista; Serbo-Croatian Roman: sòfist; Sicilian: sufista; Spanish: sofista; Swedish: sofist
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı