νεφριαίος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά ( | |mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον [[λίπος]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ιαίος</i>]. | ||
}} | }} |