λίπος
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό, prop. animal fat, lard, tallow, Arist.Long.467a3, cf. Pr.935b20: pl., χηνὸς λίπη AP9.377.8 (Pall.); βεβρῶτες αἵματος λίπος = gorged with fat and blood, S.Ant.1022; but λίπος αἵματος = a fleck of blood, A.Ag.1428 (lyr., λίβος Casaub.); of vegetable oil, λίπος ἐλαίας S.Fr.398, cf. Thphr.HP3.18.3, 8.7.3, Call.Ap.39. (Cf. λίπα, λιπαρός, λιπάω, λιπαίνω, Skt. lip- 'anoint', Lith. lipti 'stick'.)
German (Pape)
[Seite 52] τό, Fett, Fettigkeit, sowohl thierisches, Schmalz, Talg, χηνὸς λίπη ἁλιστά, Pallad. 21 (IX, 377), Theophr., als vegetabilisches Oel, Soph. fr. 464; auch Salböl, ἀλοιφαῖον, Lycophr. 579 u. a. Sp. – Λ. αἵματος, Aesch. Ag. 1403 (Dindorf verm. λίβος), wie Soph. Ant. 1009, von frischem Blut eines Getödteten. – Obwohl ι kurz ist, wie in allen Compp., findet sich doch bei den Gramm. λῖπος geschrieben, Drac. p. 62, 16; E. M. p. 566, 40; vgl. Gramm. bei Herm. de emend. Gr. gr. rat. p. 429.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
substance humide et brillante.
Étymologie: R. Λιπ ou Λιφ, être gras, cf. ἀλείφω.
Russian (Dvoretsky)
λίπος: εος (ῐ) τό
1 жир, сало (χηνὸς λίπη Anth.); масло (ἐλαίης Soph.);
2 плотность, густота: αἵματος λ. Aesch., Soph. густая кровь.
Greek (Liddell-Scott)
λίπος: [ῐ], τό, κυρίως ἐπὶ πάχους τῶν ζῴων, στέαρ, «λίγδα», Ἀριστ. περὶ Μακροβ. 5, 11, πρβλ. Προβλ. 23. 38, 1· ἐν τῷ πληθ. χηνὸς λίπη Ἀνθ. Π. 9. 377· βεβρῶτες αἵματος λίπος, φαγόντες τὸ πάχος τοῦ αἵματος, Σοφ. Ἀντ. 1022· ἀλλὰ, λ. αἵματος ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1428 φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς κηλῖδα αἵματος (ὁ Casaub. λίθος)· ― ποιητ. ἐπὶ φυτικοῦ λίπους, τοῦ ἐλαίου, λ. ἐλαίας Σοφ. Ἀποσπ. 464. (Ἐκ τῆς √ΛΙΠ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξ. λίπα, λίπας, λιπάω, λιπαρός, καὶ ἀλείφω, ἄλειφαρ, ἀλοιφή· πρβλ. Σανσκρ. lip, limp-âmi (ungo), lêp-as (unguentum)· Σλαυ. lep-u (ἀλευρόκολλα)· Λιθ. limp-u, lip-ti (κολλῶ). ― Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς συγγενείας τοῦ Λατ. liq ἐν τοῖς liq-ueo, liq-uor, ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως πάσης σχέσεως ἐννοίας).
Spanish
Greek Monolingual
το (AM λίπος, -ους)
ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (ανατ.-φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος του λιπώδους ιστού του ανθρώπου και τών ζώων το οποίο υπάρχει σε όλα τα μέρη του σώματος είτε με τη μορφή αποταμιευτικού λίπους είτε δομικού λίπους και το οποίο αποτελεί την πλουσιότερη σε ενέργεια θρεπτική ουσία για τον οργανισμό
2. φρ. α) «λίπος γάλακτος» — φυσικό λιπαρό συστατικό του γάλακτος και κύριο συστατικό του βουτύρου
β) «μαγειρικό λίπος» — ονομασία λιπών και ελαίων ζωικής ή φυτικής προέλευσης τα οποία χρησιμοποιούνται στη μαγειρική, όπως το βούτυρο, το λαρδί, τα φυτικά έλαια, η μαργαρίνη κ.ά.
αρχ.
φρ. «λίπος αἵματος»
α) η πυκνότητα του αίματος
β) κηλίδα αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπα.
ΠΑΡ. λιπώδης
αρχ.
λιπότης
νεοελλ.
λιπίνες, λιπίδιο, λιποϊκός, λίπωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λιπέλαιον, λιπόρρινος
νεοελλ.
λιποατροφικός, λιποβλάστη, λιποβριθής, λιπογένεση, λιπογονία, λιποδεψία, λιποδιάλυτος, λιποδόχη, λιποδυστροφία, λιποειδής, λιποκιβώτιο, λιποκύτταρο, λιπόλυση, λιπονεογένεση, λιπονουκλεοπρωτεΐνη, λιποξειδάση, λιποπρωτεΐνη, λιποπρωτεϊνόγραμμα, λιπόσωμα, λιποτρόπος, λιπουρία, λιπόφιλος, λιπόφοβος, λιπόχρωμα].
Greek Monotonic
λίπος: [ῐ], τό, πάχος (κυρίως ζωικό), βεβρῶτες αἵματος λίπος, καταβρόχθισαν το λίπος του αίματος, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
Meaning: fat
See also: s. λίπα.
Middle Liddell
λῐ́πος, εος,
fat, βεβρῶτες αἵματος λίπος gorged with fat and blood, Soph.
Frisk Etymology German
λίπος: {lípos}
Grammar: n.
Meaning: Fett
See also: s. λίπα.
Page 2,127
English (Woodhouse)
Léxico de magia
τό grasa de carnero negro χρῖσον αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον λίπει κριοῦ μέλανος ἄρρενος unta la propia mecha con grasa de un carnero negro P IV 1092 πρόχρισον δὲ τὸ ἄχι λίπει κριοῦ μέλανος ἄρρενος unta previamente la hierba con grasa de un carnero negro P IV 1101