καλλιγραφώ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(18)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καλλιγραφῶ, -έω) [[καλλιγράφος]]<br />έχω [[ωραίο]] γραφικό χαρακτήρα, [[είμαι]] [[καλλιγράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] με [[γλαφυρότητα]] ύφους<br /><b>2.</b> [[βάφω]] προσεχτικά το [[πρόσωπο]] («τὸ [[πρόσωπον]] περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=(AM καλλιγραφῶ, -έω) [[καλλιγράφος]]<br />έχω [[ωραίο]] γραφικό χαρακτήρα, [[είμαι]] [[καλλιγράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] με [[γλαφυρότητα]] ύφους<br /><b>2.</b> [[βάφω]] προσεχτικά το [[πρόσωπο]] («τὸ [[πρόσωπον]] περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», <b>Πολυδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM καλλιγραφῶ, -έω) καλλιγράφος
έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος
αρχ.
1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους
2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.).