καλλιγραφώ: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(18) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καλλιγραφῶ, -έω) [[καλλιγράφος]]<br />έχω [[ωραίο]] γραφικό χαρακτήρα, [[είμαι]] [[καλλιγράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] με [[γλαφυρότητα]] ύφους<br /><b>2.</b> [[βάφω]] προσεχτικά το [[πρόσωπο]] («τὸ [[πρόσωπον]] περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», <b> | |mltxt=(AM καλλιγραφῶ, -έω) [[καλλιγράφος]]<br />έχω [[ωραίο]] γραφικό χαρακτήρα, [[είμαι]] [[καλλιγράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] με [[γλαφυρότητα]] ύφους<br /><b>2.</b> [[βάφω]] προσεχτικά το [[πρόσωπο]] («τὸ [[πρόσωπον]] περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», <b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
(AM καλλιγραφῶ, -έω) καλλιγράφος
έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος
αρχ.
1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους
2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.).