γράφω
English (LSJ)
[ᾰ], A fut. γράψω Hdt.1.95, etc.: aor. ἔγραψα, Ep. γράψα Il.17.599: pf. γέγραφα Cratin.124, Th.5.26, etc.; later γεγράφηκα PHib. 1.78.2 (iii B. C.):—Med., fut. γράψομαι Ar.Pax 107, etc. (but in pass. sense, Gal.Protr.13): aor. ἐγραψάμην Ar.V.894, etc.:—Pass., fut. γρᾰφήσομαι Hp.Acut.26, Nicom.Com.1.39, (μετεγ-) Ar.Eq.1370; more freq. γεγράψομαι S.OT411, Theoc.18.47, etc.: aor. ἐγράφην [ᾰ], Hdt.4.91, Pl.Prm.128c, etc.; ἐγράφθην SIG57.5 (Milet., v B. C.), Archim.Fluit.2.4: pf. γέγραμμαι (also in med. sense, v. fin.), 3sg. ἔγραπται Opp.C.3.274; part. ἐγραμμένος or ἠγραμμένος SIG9 (Elis, dub.), Leg.Gort.1.45, al.; later γεγράφημαι Ph.2.637: 3pl. γεγράφαται IG 12.57.10, Dor. γεγράβανται Schwyzer 90.12 (Argos): plpf. ἐγέγραπτο X.Mem.1.2.64: 3pl. ἐγεγράφατο D.C.56.32. Used by Hom. only in aor. Act.:—scratch, graze, αἰχμὴ γράψεν οἱ ὀστέον ἄχρις Il.17.599; γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά having marked or drawn signs thereon, 6.169: hence, later, represent by lines, draw, paint, Hdt.2.41, A.Eu.50, Pl.R. 377e; γῆς περιόδους γ. draw maps, Hdt.4.36; γ. Ἔρωθ' ὑπόπτερον Eub.41.1; προσπεπατταλευμένον γράφω τὸν Προμηθέα Men.535.2; ἀνδριάντα γ. Pl.R. 420c; ζῷα γράφειν = ζωγραφεῖν (q.v.), Id.Grg.453c: metaph., ὁπόσα τοὺς λειμῶνας αἱ ὧραι γράφουσι Philostr.Im.Praef.:—Med., ζῷα γράφεσθαι Hdt.4.88:—Pass., εἰκὼν γεγραμμένη Ar.Ra.537; πίνακες γεγραμμένοι τὰ Ἀλεξάνδρου ἔργα Philostr.VA2.20.
2 Math., describe a figure, Euc.Post.3, al., Archim.Sph.Cyl.1.23, al., Gal.1.47.
b of a point or line in motion, generate a figure, Arist.Mech.848b10, al.; τὸ σαμεῖον ἕλικα γράψει Archim.Sph.Cyl.1, cf.Apollon.Perg.Con.1.2, Hero Aut.8.1.
3 brand, mark, Opp.C.1.326:—Pass. in form γεγράφαται, ib.322.
II express by written characters, write, τι Hdt.1.125, etc.; γράφω διαθήκην Pl.Lg.923c, cf. X.Cyr.4.5.34 (Pass.); γ. τινὶ ὅτι… Th.7.14; γ. τινί, c. inf., SIG552.13 (Abae, iii B. C.); γ. τι εἰς διφθέρας Hdt.5.58: prov., ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω = the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water S.Fr.811, cf. Xenarch.6; εἰς τέφραν γράφω Philonid.7; εἰς ὕδωρ, ἐν ὕδατι, Men. Mon.25, Pl.Phdr.276c; ἐν χρυσῷ πίνακι Id.Criti.120c; ἐν φλοιῷ Theoc.18.47; καθ' ὕδατος Luc.Cat.21; εἰς πέλαγος γράμματα γράψαι Epigr.Gr.1038.8 (Attalia):—Pass., πόθι φρενὸς γέγραπται in what leaf of memory it is written, Pi.O.10(11).3.
2 inscribe, γράφω εἰς σκῦλα, εἰς στήλην, E.Ph.574, D.9.41:—Pass., γράφεσθαί τι to be inscribed with a thing, S.Tr.157; ὧδε γέγραμμαι have my name inscribed, IG12(7).3* (dub.); ἐν τῷ προσώπῳ γραφεὶς τὴν συμφοράν having it branded on his forehead, Pl.Lg.854d; γεγραμμένα κωκύουσαν, of the hyacinth, Euph.40.
3 write down, γράφω τινὰ αἴτιον set him down as the cause, Hdt.7.214; γράφω τι ἱερόν τινι register as... Pi.O.3.30; in magic, invoke a curse upon, Tab.Defix.Aud.14A1; γράφω τινὰ κληρονόμον, γράφω τινὰ ἐπίτροπον, institute by a written document, Pl.Lg.923c, 924a; register, enrol, ἐμὲ γράφε τῶν ἱππεύειν ὑπερεπιθυμούντων X.Cyr. 4.3.21; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, as a dependent of Cr., S. OT411.
4 γ. τινί write a letter to one, γ. σοὶ ἵνα εἰδῇς PGrenf. 1.11 ii 21 (ii B. C.), etc.; εἴς τινα Luc.Syr.D.23.
5 γράφω περί τίνος write on a subject, X.Cyn.13.2, etc.; ὑπέρ τινος Plb.1.1.4, etc.; εἴς τινα against... Longin.4.3; πρός τινα address a work to... Id.1.3; describe, οἱ ὑφ' ἡμῶν γραφόμενοι καιροί Plb.2.56.4; especially of Prose, opp. ποιεῖν, Isoc.2.48: c. dupl. acc., τί… γράψειειν ἄν σε μουσοποιὸς ἐν τάφῳ; E.Tr.1189.
6 write down a law to be proposed: hence, propose, move, γνώμην, νόμον, ψήφισμα, etc., X.HG1.7.34, Ar.Nu. 1429, etc.: abs. (sc. νόμον), D.18.179; γράφειν καὶ νομοθετεῖν περί τινος Id.24.48; γράφειν πόλεμον, γράφειν εἰρήνην, Id.10.55, 19.55: c. inf., σὺ γράφεις ταῦτ' εἶναι στρατιωτικά Id.1.19; ἔγραψα… ἀποπλεῖν… τοὺς πρέσβεις Id.18.25; enact, νόμοι οὓς τὸ πλῆθος συνελθὸν ἔγραψε X.Mem.1.2.42:—Pass., παρὰ τὰ γραφέντα δρᾶν Pl.Plt. 295d; τὸ γεγραμμένον ὑπὸ σοῦ ψήφισμα Din.1.70.
7 prescribe, ordain, πότμος ἔγραψε Pi.N.6.7.
8 ὁ γράφων τὸν Ὀξυρυγχίτην (sc. νομόν) the secretary for the nome of Oxyrhynchus, POxy.239.1 (i A. D.); τῷ ἰδίῳ λόγῳ γράφοντι τὸν νομόν PFlor.358.5 (ii A. D.).
B Med., write for oneself or write for one's own use, note down, Hdt. 2.82, IG12.57.39, etc.; γ. τι ἐν φρεσίν A.Ch.450 (lyr.); φρενῶν ἔσω S.Ph.1325; ἐγραψάμην ὑπομνήματα I wrote me down some memoranda, Pl.Tht.143a; cause to be written, συγγραφήν D.56.6, etc.; γ. πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν petition for a hearing before the Council, Id.24.48.
2 enrol oneself, γράψασθαι φυλῆς καὶ δήμου καὶ φρατρίας IG12.374.16, ib.2.115b21: abs., of colonists, Pl.Lg.850b; but also (cf. A.11.3), ἕνα τῶν μαθητῶν ἐμὲ γράφου enrol me as one of your disciples, Id.Cra.428b.
3 as law-term, γράφειν τινά to indict one, τινός for some public offence, e.g. τῆς αἰσχροκερδείας, Pl.Lg. 754e; γ. [τινὰ] παρανόμων D.18.13; in full, γραφὴν γράψασθαί τινα Ar.Nu.1482 (but in Pass., εἴ σοι γράφοιτο δίκη ib.758); γράψασθαι δίκας SIG344.38 (Teos): c. acc. et inf., γ. τινὰ ἀδικεῖν Ar.V.894, cf. Pax107: abs., οἱ γραψάμενοι the prosecutors, Id.V.881; ἑτέροις οὐκ ἦν γράψασθαι And.1.75; also γράφεσθαί τι indict an act, i.e. the doer of it, as criminal, ἐγράψατο τὴν Χαβρίου δωρειάν he brought a γραφὴ παρανόμων against the person who proposed the grant to Chabrias, D.20.146, cf. 95; τὸ χάριν τούτων ἀποδοῦναι παρανόμων γράφει (2sg.) Id.18.119.
b Pass., to be indicted, γραφεὶς ἀπέφυγον D.18.103; τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων was indicted as illegal, Aeschin.3.62; ψηφίσματα ὑπὸ τούτου οὐδὲ γραφέντα not even indicted, D.18.222 (but in 18.28, εἰ μὴ τοῦτ' ἐγράφη if this decree had not been proposed, as Pass. of A. 11.6); τὰ γεγραμμένα = the articles of the indictment, Id.18.56; τὸ γεγραμμένον = the penalty named in the indictment, Id.24.83:—but γέγραμμαι usually takes the sense of the Med., indict, Id.18.59, 119, cf. Pl.Euthphr.2b, Tht.210d.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): γάρφο IGDS 134b.14 (Gela V a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [pres. inf. γραφέμεν IG 7.3055.6 (Lebadea VI a.C.), impf. 3a sg. ἔγραπεν ICr.2.12.4.3 (Eleuterna VI a.C.); aor. sin aum. 3a sg. γράψεν Il.17.599; perf. γεγράφηκα PHib.78.2 (III a.C.), IG 11(4).1026.2 (Delos II a.C.), part. γεγραφφώς IG 5(2).357.53 (III a.C.), v. pas. 3a sg. ἤγρατται ICr.1.18.6.7 (Lito VI a.C.), ἔγρατται ICr.4.41.2.6 (VI a.C.), 72.3.29 (V a.C.), ἤγραται ICr.1.10.2.7 (Eltinia V a.C.), ἔγραται ICr.4.72.9.16 (V a.C.), ἔγραπται Opp.C.3.274, arcad. γέγραπτοι IG 5(2).6.51 (Tegea IV a.C.), 3a plu. γεγράφαται Democr.B 259, IG 13.61.10 (V a.C.), dór. γεγράβαται IGDS 121.1 (Camarina V a.C.), γεγράβανται Schwyzer 90.12 (Argos III a.C.), part. ἐγραμένος IO 9.8 (VI/V a.C.), ICr.4.72.1.46 (V a.C.), ἠιγραμμένος SEG 38.13.5 (Ramnunte V a.C.), γεγραθμένα SEG 31.985D.15 (Teos V a.C.), ἠγραμμένος ICr.4.175.3 (II a.C.); plusperf. 3a sg. ἔγραττο ICr.4.72.12.2 (V a.C.), sin aum. γέγραπτο Iul.Or.5.277d, 3a plu. ἐγεγράφατο D.C.56.32.2]
A en v. act.
I 1arañar, rasguñar γράψεν δὲ οἱ ὀστέον ἄχρις αἰχμή y la punta de la lanza le hizo un rasguño en el hueso de parte a parte, Il.l.c.
2 dibujar, pintar Ἐχσεκίας ἔγραφσε κἀπόεσε ἐμέ (un ánfora) CEG 436 (Ática VI a.C.), τὴν θύραν Simon.163D., εἰκόνα Μηνοδότου AP 11.213 (Leon.), cf. en v. pas. Ar.Ra.537, AP 9.792 (Antip.Thess.)
•dibujar, representar θεῶν ἰδέας Xenoph.B 15.4, γῆς περιόδους γράψαι dibujar mapas Hdt.4.36, ὁ τὰ ζῷα γράφων de Zeuxis, Pl.Grg.453c, διαγράμματα Arist.Cael.279b34, cf. Call.Fr.191.58, θέαμα ... οἷον οὔτε ζωγράφος ἔγραψε Charito 3.8.6
•c. doble ac., compl. dir. y pred. ὄφιν τριήρεος ... φεύγοντα en el mascarón de proa, Hippon.39.1, γράψαι ... Ἔρωθ' ὑπόπτερον representar al amor con alas Eub.40.1, cf. Arist.Po.54b11, Men.Fr.718.2, en v. pas. Γοργόνας ... γεγραμμένας δεῖπνον φερούσας A.Eu.50
•abs. εἰ χεῖρας ἔχον βόες ... ἢ γράψαι χείρεσσι Xenoph.B 15.2, cf. Simon.154b.1D.
•fig. trazar, ordenar πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν hacia qué meta nos manda correr el destino, e.e. qué meta nos ha trazado Pi.N.6.7.
3 trazar un signo sobre el cuerpo, marcar τοὺς (πορδαλίας) ἔτι νηπιάχους ... χαλκῷ Opp.C.1.326, στίγματα μὴ γράψῃς ἐπονειδίζων θεράποντα Ps.Phoc.225.
4 geom. trazar una figura, describir ἡ γράφουσα (γραμμή) τὸν κύκλον Arist.Mech.848b10, cf. Gal.1.47, en v. pas. παντὶ κέντρῳ καὶ διαστήματι κύκλον γράφεσθαι descríbase una circunferencia desde cualquier punto y distancia Euc.1 Post.3, cf. Archim.Sph.Cyl.1.23.
II rel. c. la escritura
1 grabar, escribir c. ac. int. σήματα λυγρά, γράψας ἐν πίνακι Il.6.169, γράμματα ... εἰς στήλην χαλκήν D.9.41, cf. en v. pas. SEG l.c., τὰ γραφόμενα τῶν ἐν τῇ φωνῇ los signos escritos (son símbolos) de la palabra hablada Arist.Int.16a6
•en dif. prov. ref. a aquello de lo que no se puede uno fiar y es inútil ὅρκους ... εἰς ὕδωρ γράφω S.Fr.811, εἰς πέλαγος ... γράμματα γράψαι Orác. en TAM.3(1).34D.18 (Termeso, imper.), cf. Pl.Phdr.276c, Men.Mon.26, paród. cóm. Philonid.7, Xenarch.6, Luc.Cat.21, en v. pas. γράμματα δ' ἐν φλοιῷ γεγράψεται Theoc.18.47
•c. ac. del sitio sobre el que se escribe δέλτον E.IA 35, en v. pas. στήλη γράμμασι χρυσοῖς γεγραμμένη X.Eph.5.10.6
•abs. ἐς τοιαύτας διφθέρας Hdt.5.58
•inscribir c. ac. obj. ext., dedicar c. una inscripción καὶ σκῦλα γράψεις πῶς ἐπ' Ἰνάχου ῥοαῖς; y ¿qué inscripción pondrás sobre los despojos junto al río Ínaco? E.Ph.574, c. doble ac. ἅν (ἔλαφον) ποτε ... ἔγραψεν ἱεράν Pi.O.3.30
•fig. en v. pas. estar grabado πόθι φρενός ... γέγραπται Pi.O.10.3, ἐν τῷ προσώπῳ ... γραφεὶς τὴν συμφοράν Pl.Lg.854d.
2 escribir, componer poesía, c. ac. int. ποιητὴς δὲ ἅσσα μὲν ἂν γράφῃ Democr.B 18, o de obj. ext. μακάρων γένος ἔργα τε ... ἔγραφες ref. a Hesíodo AP 9.64 (Asclep.), abs. οἱ γράφοντες los compositores de trenos, Phld.Mus.4.6.19
•en prosa γράψαι ... Ἑλένης μὲν ἐγκώμιον Gorg.B 11.21, τὰς ἱστορίας Procl.in Euc.38.20, περὶ ὧν ὕστερον γράψω Hp.Epid.2.3.1, c. ac. int. τὰ λοιπὰ πάντα Epicur.Ep.[3] 85
•abs., op. ποιεῖν ‘componer versos’, Isoc.2.48
•en el ámbito de las escuelas escribir un texto op. λόγους ποιεῖσθαι ‘mantener debates’, Phld.Cont.fr.117.4, op. λέγειν Phld.Cont.2.12, fr.107.4, en v. pas. τὸ δ' ἐν τῷ Φαίδωνι γεγραμμένον Arist.Mete.355b33, τὰ γεγραμμένα los escritos Epicur.Ep.[3] 84, Phld.Cont.fr.59.14, γέγραπται está escrito para introducir una cita del AT Eu.Marc.7.6
•escribir, narrar τὰ τῶν ἄλλων Longus proem.4.
3 escribir misivas, cartas, etc., c. ac. int. ψευδεῖς γραφάς E.Hipp.1311, πολλὰ ... Καίσαρι γράφων Plu.Cic.37, ἃ γράφω ὑμῖν 1Ep.Cor.14.37, en v. pas. τὴν πρὸς ἰδιώτας... γεγραμμένην ἐπιστολήν Phld.Cont.17.9, c. inf. τῷ Ἡρακλείδῃ μὴ ἐνοχλεῖν ὑμᾶς IG 9(1).78.13 (Abas III a.C.), cf. PCair.Zen.341a.28 (III a.C.), ἔγραψας παρεῖναι Charito 5.4.9, c. dif. constr. prep. περὶ ... τῶν ματαίων X.Cyn.13.2, ὑπὲρ ὧν προῃρόμεθα Plb.1.1.4, sólo c. indicación del receptor, en dat. ἐπισταμένοις δ' ὑμῖν γράφω Th.7.14, σοί PGrenf.1.11.2.21 (II a.C.), c. constr. prep. εἰς Διονύσιον Longin.4.3, πρὸς σέ Longin.1.3, cf. Charito 4.5.1
•abs. ἕως μοι γράψῃς BGU 698.30 (II d.C.), muy frec. en pap. para autentificar cartas y otros documentos ἔγραψεν Δῶρος BGU 1355 (III a.C.), οὕτως γράφω esta es mi firma, 2Ep.Thess.3.17, mismo sent. ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί Ep.Philem.19, cf. en v. pas. SB 7630.20 (II d.C.), ἔγραψα χωρὶς ἀλείφα[το] ς κ[α] ὶ παρεπιγραφῆς he escrito sin enmienda ni tachadura, SB 6995.25 (II d.C.), cf. PHarris 84.11 (I d.C.).
4 ref. documentos, acuerdos, tratados, contratos c. cierta validez legal poner por escrito, redactar, registrar διαθήκην Pl.Lg.923c, γράφεα IG 5(2).343.22 (Orcómeno IV a.C.), τὴν μαρτυρίαν εἰς πινάκιον ref. al testigo PHal.1.224 (III a.C.), ἡμῖν ἀπολογισμὸν περί τε τοῦ σίτου PMich.43.2 (III a.C.), τὸ συμβόλαιον Ach.Tat.8.18.4, c. inf. γράφειν τοὺς συνθηκογράφους μὴ ... ἀποδ[οῦναι SIG 344.37 (Teos IV a.C.), en v. pas. ὀφει] λεμάτον hὰ γεγράφαται τοι δεμοσίοι IG 13.l.c., τὰ ὄργια ... γραφθέντα Milet 1(3).133.5 (V a.C.), γραφῆναι ... ψήφισμα ἐν στήλῃ SB 7457.44 (I a.C.)
•c. ac. de pers. registrar, inscribir como τοῦτον αἴτιον γράφω Hdt.7.214, πρῶτον ... τῶν ὑέων κληρονόμον ... γραφέτω Pl.Lg.923c, cf. Cod.Iust.1.2.25, 3.45.4, 6, Iust.Nou.22.20.2, ἐμὲ ... γράφε τῶν ἱππεύειν ὑπερεπιθυμούντων inscríbeme entre los que más desean ser jinetes X.Cyr.4.3.21, ὁ γράφων τὸν Ὀξυρυγχίτην (νομόν) el que inscribe o registra al nomo de Oxirrinco, e.e. el registrador o secretario de este nomo POxy.239.1 (I d.C.), cf. 3465.7 (II d.C.), en v. pas. ἷ καὶ τοὶ ἄλλοι πολῖται γεγράβανται en el lugar en que están registrados los demás ciudadanos, Schwyzer 90.12 (Argos III a.C.), τὸ γεγραμμένον lo convenido por escrito ref. a una deuda, D.24.83.
5 admin. actuar como secretario c. dat. στραταγόνς, οἷς γράφει Δαμέας Schwyzer 90.10 (Argos III a.C.).
6 mág. escribir una maldición contra c. ac. de pers. πάν τας τοὺς ἐμοὶ ἀντία ποιοῦντας TDA 14.1.
III jur.
1 de leyes, decretos fijar por escrito, promulgar θεσμοὺς ... τῷ κακῷ τε κἀγαθῷ Sol.24.20, τοὺς νόμους ... βροτοῖς E.Io 443, cf. X.Mem.1.2.42, οἱ δὲ πρυτάνεις ... οὐκ ἔγραψαν τὸ ψήφισμα PCair.Zen.341a.23 (III a.C.), en v. pas. νόμος γεγραμμένος op. ἄγραφος Arist.Rh.1373b6.
2 presentar una propuesta por escrito ante tribunales, asambleas ψηφίσματα Ar.Nu.1429, γράφειν παράνομα proponer algo ilegal D.18.13, op. εἰπεῖν ‘exponer de palabra’ (γνώμην) ἐν ἅπασιν εἶπον καὶ γράψας Criti.B 5, οὐκ εἶπον μὲν ταῦτα, οὐκ ἔγραψα δέ D.18.179
•c. ac. obj. ext. proponer πόλεμον D.10.55, c. inf. ἔγραψε γνώμην ... κρίνεσθαι τοὺς ἄνδρας X.HG 1.7.34, ἔγραψα ... ἀποπλεῖν D.18.25, ἔγραψε Φιλοκράτης ἐξεῖναι Φιλίππῳ Aeschin.3.62, en v. pas. τὸ γεγραμμένον ὑπὸ σοῦ ψήφισμα Din.1.70.
B en v. med.
I 1grabar en interés propio, registrar para sí γενομένου γὰρ τέρατος φυλάσσουσι γραφόμενοι τὠποβαῖνον Hdt.2.82, ὑπομνήματα Pl.Tht.143a
•fig. retener dentro de uno mismo τοιαῦτ' ... ἐν φρεσὶν γράφου A.Ch.450, ταῦτ' ... γράφου φρενῶν ἔσω S.Ph.1325, Νέμεσις δὲ κακὰν ἐγράψατο φωνάν Call.Cer.56, αὐτὰ γὰρ μί' ἐμοὶ γράφεται θεός pues esa es la única diosa que cuenta para mí, AP 5.137 (Mel.).
2 hacerse escribir συγγραφὴν ἐγράψαντο se hicieron escribir un contrato D.56.6.
3 hacerse inscribir ἕνα τῶν μαθητῶν ... ἐμὲ γράφου pido que me inscribas como uno de tus discípulos Pl.Cra.428b, c. gen. εἶναι αὐτῷ γράψασθαι φυλῆς que pueda hacerse inscribir como miembro de una tribu, IG 22.558.19 (IV a.C.), οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι no me inscribiré como meteco cliente de Creonte, e.d. no me someteré a él S.OT 411, cf. Pl.Lg.850b.
II jur.
1 poner pleito en causa pública, acusar op. δικάζειν c. ac. de pers. y gen. judicial αἰσχροκερδείας ... αὐτὸν γραψάμενος Pl.Lg.754e, (ἐμέ) παρανόμων γραφόμενον acusándome de ilegalidad D.18.13, cf. en v. pas., Aeschin.3.62
•c. doble ac. int. y de pers. αὐτοὺς γραφὴν ... γραψάμενος tras presentar una acusación contra ellos Ar.Nu.1482
•c. ac. int. sólo γράψασθαι τὰς δίκας promover un proceso judicial, SIG 344.38 (Teos IV a.C.), en v. pas. c. dat. εἴ σοι γράφοιτο ... δίκη si se te incoase un proceso Ar.Nu.758
•c. ac. del delito denunciar ἐγράψατο τὴν Χαβρίου δωρειάν D.20.146, cf. And.Myst.76
•abs. οἱ γραψάμενοι los acusadores Ar.V.881
•en v. pas. ser acusado γραφεὶς ... ἀπέφυγον fui absuelto de la acusación D.18.103, τὰ γεγραμμένα los cargos de la acusación, D.18.56.
2 hacer una solicitud formal, pedir πρὸς τὸς ... ἑλλεσποντο φύλακας ἐχσάγεν IG 13.61.39, πρόσοδον ... πρὸς τὴν βουλήν D.24.48.
III mús. y metr. anotar, representar gráficamente τὸ διάστημα Aristox.Harm.50.9, τὸ φρύγιον μέλος Aristox.Harm.49.13, cf. Phld.Mus.4.22.35, Aristid.Quint.23.19, 112.30, τὸ ἰαμβικόν Aristox.Harm.49.10.
• Etimología: De *gerbh- en grado ø, cf. c. grado e ags. ceorfan ‘cortar’, ‘hacer una incisión’.
German (Pape)
[Seite 505] ritzen, eingraben, schreiben, malen; pass. aor. u. fut. γραφῆναι, γραφήσεται, Plat. Phaedr. 271 b; Sp. ἐγράφθην, auch γεγράφηκα; perf. pass. ἐγραμμένοι steht Inscr. 11, κατὰ δ' ἔγραπται Opp. Cyn. 3, 2, 74. – Hom. zweimal, in der ursprünglichen Bedeutung, = ritzen, eingraben: Iliad. 17, 599 βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί, ἄκρον ἐπιλίγδην· γράψεν δέ οἱ ὀστέον ἄχρις αἰχμὴ Πουλυδάμαντος; 6, 169 πέμπε δέ μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ' ὅ γε σήματα λυγρά, γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά, δεῖξαι δ' ἠνώγειν ᾧ πενθερῷ, ὄφρ' ἀπόλοιτο, vgl. vs. 176 sqq καὶ τότε μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σῆμα ἰδέσθαι, ὅ ττί ῥά οἱ γαμβροῖο πάρα Προίτοιο φέροιτο. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σῆμα κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ. κτἑ. In dieser Stelle ist nicht von Buchstabenschrift die Rede, sondern vom Einritzen gewisser Symbole und Zeichen, welche bildlich andeuteten, der Überbringer solle sterben. Es giebt im Homer noch eine ähnliche Stelle, an welcher das composit. ἐπιγράφω ganz in demselben Sinne gebraucht wird, wie Iliad. 6, 169 das simpl. γράφω, nämlich Iliad. 7, 187, wo der Zusammenhang noch deutlicher als 6, 169 zeigt, daß keine Allen gemeinsame Buchstabenschrift erwähnt werde, sondern bloß ein Symbol, ein Zeichen; nämlich nur derjenige selbst versteht es, welcher es einritzte. Beide Stellen, an denen, wenn auch keine Buchstabenschrift, doch eine Vorstufe derselben erwähnt wird, Hiad. 6, 169 und 7, 187, gehören zu Lachmanns sechstem Liede; ein Umstand, den Lachmann selber in den Betrachtungen über Homers Ilias S. 22 bei der Abgränzung dieses seines sechsten Liedes nicht erwähnt, an den er auch bei seiner Untersuchung, nach mündlichen Mittheilungen, nicht gedacht hat, den er aber, als man ihn von anderer Seite mündlich auf denselben hinwies, als sehr wichtig und als einen neuen Beweis der ursprünglichen Zusammengehörigkeit beider Bücher 6. u. 7. ansah. Sofort aber verwahrte er sich, u. mit vollem Rechte, gegen die Ansicht, als ob aus dem γράφειν des sechsten Liedes geschlossen werden könne, daß dies Lied junger als irgend ein anderer Teil der Homerischen Dichtungen sei. Es sei eben nur ein anderer Dichter. Über die ganze vielbesprochene Angelegenheit s. Wolf. Prolegg. p. 40–94 Lehrs. Aristarch. p. 103. 348 Sengebusch Homer. dissert. 2 p. 41 sqq. Die Tatsache, daß im Homer von Buchstabenschrift nicht die Rede sei, hat schon Aristarch festgestellt, dessen Metalepsis ξέειν ist: s. Schell. Aristonic. Iliad. 6, 169. 176. 7, 175. 187. Vgl. außer ἐπιγράφω noch ἐπιγράβδην Iliad. 21, 166 und γραπτύς Odyss. 24, 229. – Homerisch redet Poll. 9, 83 εἴτε Φείδων πρῶτος ὁ Ἀργεῖοσἔγραψε νόμισμα, εἴτε Δημοδίκη ἡ Κυμαία κτἡ., vgl. 84 εἰ Μιτυληναῖοι μὲν Σαπφὼ τῷ νομίσματι ἐνεχάραττον, Χῖοι δὲ Ὅμηρον, Ἰασεῖς δὲ παῖδα δελφῖνι ἐποχούμενον, Δαρδανεῖς δὲ ἀλεκτρυόνων μάχην κτἡ. Gewöhnlich aber heißt γράφειν nach Homer schreiben oder malen; Linien, Figuren, Buchstaben mit dem Griffel oder Pinsel machen, schreiben, malen, von Her. u. Pind. an überall; ἐς διφθέρας, εἰς σκῦλα, Her. 5, 58; Eur. Phoen. 574 u. A.; γράμματα ἐν φλοίῳ γεγράψεται Theocr. 18, 47; εἰς στήλην Dem. 9, 41; sprichw. εἰς ὕδωρ γρ., von Dingen, die keinen Erfolg haben, B. A. 55; vgl. Paroem. Plut. 5; ἐν ὕδατι Plat. Phaedr. 276 c; καθ' ὕδατος Luc. Catapl. 21; kom. εἰς οἶνον γρ. Xenarch. Ath. X, 441 e; ἐς τὰ ἱερὰ γράψαντα ἀναθεῖναι Plat. Legg. XII, 943 c; vgl. Pind. Ol. 3, 30 u. Plat. Charm. 165 a; ἐν χρυσῷ πίνακι Critia. 620 c; εἰκόνας Phil. 39 b; ἢ πλάττειν Soph. 235 e; τὰ ζῷα γράφειν Gorg. 453 c, woher ζωγραφεῖν; ἀνδριάντας, bemalen, Rep. IV, 420 e; – ein Buch, einen Brief schreiben, πρός τινα, περί τινος; τί, etwas beschreiben, νόμους, Gesetze vorschreiben, geben, vom Gesetzgeber; auch ohne νόμους, z. B. παρὰ τὰ γραφέντα δρᾶν Plat. Polit. 295 d u. öfter; τὰ γεγραμμένα, = νόμοι, Dem. 58, 24; vgl. πότμος ἔγραψε, das Schicksal bestimmte, Pind. N. 6, 5; dah. ζημίαν, κληρονόμον, ἐπίτροπον, fest-, einsetzen, Plat. Legg. VII, 790 a XI, 923 e 924 a; – γνώμην, eine Meinung aufschreiben, um sie genehmigen zu lassen, ἐς τὸν δῆμον Plut. Arist. 3; ebenso νόμον, ψήφισμα, Xen. Hell. 1, 7, 37 Mem. 1, 2, 42; oft bei Oratt.; πόλεμον, εἰρήνην, πρεσβείαν, darauf antragen, Dem. 10, 55. 19, 55, u. öfter bei Rednern; c. acc. c. inf., ἔγραψεν ἐξιέναι βοηθήσοντας Ἀθηναίους, daß sie ausziehen sollten, Dinarch. 1, 39. – Med., sich etwas aufschreiben, Her. 2, 82, sich etwas malen lassen, 4, 88; vgl. Plut. Mar. 40; γράφου δὲ φρενῶν εἴσω Soph. Phil. 1325; vgl. Pind. Ol. 11, 3; νόμους, sich Gesetze geben lassen, vom Volke; ὑπομνήματα Plat. Theaet. 142 e; vgl. Critia. 113 a; sich seinen Namen aufschreibenlassen, Legg. VIII, 850 b; zu einer Klasse rechnen, ἕνα τῶν μαθητῶν καὶ ἐμὲ γράφου Crat. 428 b; so auch akt., ἐμὲ γράφε τῶν ἱππεύειν ἐπιθυμούντων Xen. Cyr. 4, 3, 21; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, als Klient des Kreon, Soph. O. R. 411; – πρόσοδον γράψασθαι πρὸς τὴν βουλήν, schriftlich um Erlaubniß bitten, in den Senat zu kommen, Dem. 24, 48; συγγραφὴν γράψασθαι, einen Vertrag aufsetzen, 56, 6. – In attischer Gerichtssprache, γράφεσθαί τινά τινος, Einen eines Staatsverbrechens wegen anklagen, z. B. παρανοίας, ἀστρατείας, παρανόμων u. ä., Plat. u. Oratt.; τὴν τῆς παρανοίας γράφεσθαι δίκην od. γραφήν Plat. Legg. XI, 929 d e; γραφήν σέ τις γέγραπται Euthyphr. 2 a; c. partic., ὡς καινοὺς ποιοῦντα θεοὺς ἐγράψατο 3 b; – γράφεσθαι ψήφισμα, δωρεάν, gegen einen Volksbeschluß, ein Geschenk, als gesetzwidrig, Klage erheben, Dem. 20, 146; seltener c. acc. c. inf., Ar. Pax 107 Vesp. 894, der es Av. 1053 auch im act. in dieser Bdtg braucht, was die Atticisten verwerfen; vgl. noch Antiphan. Ath. II, 66 c στρεβλοῦν γράφουσι τοῦτον ὡς κατάσκοπον, eigtl. sie tragen darauf an; pass., εἴ σοι γράφοιτό τις δίκη Nubb. 758; ἡ γραφεῖσα δίκη Plat. Legg. XII, 956 c; γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἀπέφυγον Dem. 18, 103; τὸ γεγραμμένον, die streitige Geldsumme, um die Einer verklagt ist, Dem. 24, 83; τὰ γεγραμμένα, die Klagepunkte, 18, 56; Lycurg. 5.
French (Bailly abrégé)
f. γράψω, ao. ἔγραψα, pf. γέγραφα, pqp. ἐγεγράφειν;
Pass. f.2 γραφήσομαι, ao.2 ἐγράφην, pf. γέγραμμαι, pqp. ἐγεγράμμην, f.ant. γεγράψομαι;
A. primit. égratigner, écorcher : αἰχμὴ γράψεν οἱ ὀστέον ἄχρις IL la pointe de la lance lui écorcha l'os à la surface;
B. tracer des signes pour écrire ou pour dessiner, d'où
I. graver : (σήματα) ἐν πίνακι IL (des signes) sur une tablette;
II. écrire, particul.
1 écrire un message, une lettre;
2 écrire, rédiger, composer ; abs. écrire en prose, p. opp. à ποιεῖν, écrire en vers;
3 inscrire, enregistrer : τινα τῶν ἱππεύειν ἐπιθυμουμένων XÉN inscrire qqn au nombre de ceux qui désirent servir dans la cavalerie ; Pass. οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι SOPH litt. je ne serai pas inscrit comme client de Créon, càd je ne serai pas considéré comme l'instrument des volontés de Créon;
4 proposer par écrit : γνώμην, rédiger, proposer une motion ; νόμον, proposer une loi ; πόλεμον, εἰρήνην, rédiger une proposition de guerre, de paix;
5 assigner (par écrit) en justice ; poursuivre ou attaquer en justice ; γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἀπέφυγον DÉM poursuivi dans ce procès, j'ai été acquitté ; τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων ESCHN ce décret a été attaqué comme illégal ; abs. τὰ γεγραμμένα DÉM les articles de la condamnation;
III. tracer des lignes (droites, courbes, etc.) ; dessiner, peindre;
Moy. γράφομαι (f. γράψομαι, ao. ἐγραψάμην, pf. γέγραμμαι);
I. écrire pour soi :
1 consigner ou noter pour soi par écrit ; fig. τι ἐν φρεσίν ESCHL ou φρενῶν ἔσω SOPH noter qch dans son esprit, se graver qch dans l'esprit;
2 rédiger ou composer pour soi : γράφεσθαι νόμους XÉN se donner des lois en parl. du peuple;
3 t. de droit att. γραφὴν γράφομαι assigner (par écrit) en justice, accuser en parl. d'une action publique;
II. dessiner, peindre.
Étymologie: R. Γραφ, égratigner ; cf. lat. scribo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γράφω aor. ἔγραψα, ep. γράψ -; aor. pass. ἐγράφην, ptc. γραφείς; perf. γέγραφα; perf. med.-pass. γέγραμμαι, later γεγράφημαι, 2 sing. γέγραψαι, 3 sing. -απται; Ion. 3 plur. γεγράφαται; plqperf. med.-pass. 3 sing. (ἐ)γέγραπτο, 3 plur. koine ἐγεγράφατο
1. meestal act., soms med.
2. krassen, schampen, schrammen:. γράψεν δέ οἱ ὀστέον hij schampte het bot Il. 17.599; γράψας ἐν πίνακι... πολλα nadat hij veel tekens op een plankje had gekrast Il. 6.169.
3. tekenen:. ὥσπερ γράμμα τὸ ταῦ γράφεται zoals de letter tau wordt getekend Hp. VC 1.
4. schilderen:; ὥσπερ γραφεὺς μηδὲν ἐοικότα γράφων als een schilder die schildert zonder dat het lijkt Plat. Resp. 377e; ζῷα γράφειν levende wezens schilderen Plat. Grg. 453c; afbeelden als:. κατά περ Ἕλληνες τὴν Ἰοῦν γράφουσι zoals de Grieken Io afbeelden Hdt. 2.41.2.
5. schrijven:; τί καί ποτε γράψειεν ἄν σοι μουσοποιὸς ἐν τάφῳ; wat zal een dichter ooit over jou op je graf schrijven? Eur. Tr. 1189; γράφειν ἐς βυβλίον τὰ ἐβούλετο in een brief schrijven wat hij wilde Hdt. 1.125.2; med.:; τοιαῦτ’... ἐν φρεσὶν γράφου zulke dingen moet je in je hart griffen Aeschl. Ch. 450; ἐγραψάμην … ὑπομνήματα ik maakte direct aantekeningen Plat. Tht. 143a; pass.:; ᾗ γέγραπται, σύμφαθι bevestig de juistheid ervan, zoals het er staat (geschreven) Xen. Cyr. 4.5.34; spec. ook NT om citaat uit OT in te leiden:; γέγραπται er staat geschreven NT Mt. 4.4 = γεγραμμένον ἐστίν NT Io. 2.17; spreekw..; γ. εἰς ὕδωρ of ἐν ὕδατι of καθ ' ὕδατος in water schrijven Plat. Phaedr. 276c; schrijven in proza:. ἢ ποιεῖν ἢ γράφειν poëzie (schrijven) of proza schrijven Isocr. 2.48.
6. boekstaven, registreren, aanwijzen:; τοῦτον αἴτιον γράφω ik wijs hem als schuldige aan Hdt. 7.214.3; τινα κληρονόμον γ. iemand tot erfgenaam benoemen Plat. Lg. 923c; ἐμέ … γράφε τῶν ἱππεύειν ὑπερεπιθυμούντων registreer mij bij degenen die heel graag willen paardrijden Xen. Cyr. 4.3.21; pass.:; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι ik zal niet geregistreerd staan als beschermeling van Creon Soph. OT 411; inschrijven: med.: ἕνα τῶν μαθητῶν … καὶ ἐμὲ γράφου schrijf ook mij in als een van je leerlingen Plat. Crat. 428b.
7. (een, het) voorstel doen:. ἔγραψα βουλεύων ἀποπλεῖν τὴν ταχίστην τοὺς πρέσβεις ik stelde in de raad voor dat de gezanten zo snel mogelijk moesten vertrekken Dem. 18.25; γ. πόλεμον de oorlog verklaren Dem. 10.55.
8. alleen med. jur. een aanklacht indienen, met acc. en gen.:; αἰσχροκερδείας... αὐτὸν γ. tegen hem een aanklacht voor woeker indienen Plat. Lg. 754e; γραφήν σέ τις … γέγραπται; heeft iemand tegen jou een aanklacht ingediend? Plat. Euthyph. 2b; οὐδὲν σὺ γέγραψαι niets heb je in je aanklacht opgenomen Dem. 18.119; met ὡς en ptc..;: με... ὡς καινοὺς ποιοῦντα θεούς... ἐγράψατο hij heeft mij aangeklaagd wegens het introduceren van nieuwe goden Plat. Euthyph. 3b; met AcI:; γράψομαι Μήδοισιν αὐτὸν προδιδόναι τὴν Ἑλλάδα ik zal een aanklacht indienen dat hij Griekenland verraden heeft aan de Perzen Aristoph. Pax 107; abs.:; οἱ γραψάμενοι de aanklagers Aristoph. Ve. 881; ook pass.:; εἴ σοι γράφοιτο … δίκη als een aanklacht tegen jou wordt ingediend Aristoph. Nub. 758; pass. met acc. v. h. inw. obj..; γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον nu mij dit proces is aangedaan Dem. 18.103; ptc. subst.: τὰ γεγραμμένα de aanklachten Dem. 18.56.
Russian (Dvoretsky)
γράφω: (ᾰ) (aor. 2 ἐγράφην) тж. med.
1 царапать, рассекать (ὀστέον ἄχρις τινί Hom.);
2 вырезывать, чертить (ἐν πίνακί τι Hom.; διαγράμματα Arst.; εἰς στήλην χαλκῆν τι Dem.);
3 записывать, писать (τι ἐς διφθέρας Her.; γράμματα ἐν φλοιῷ γεγράψεται Theocr.; νόμοι γεγραμμένοι Arst.): γ. εἰς ὕδωρ Soph., Men., ἐν ὕδατι Plat. и καθ᾽ ὕδατος погов. Luc. писать по воде, т. е. говорить впустую или считать пустой болтовней; γράφεσθαί τι ἐν φρεσίν Aesch. или φρενῶν ἔσω Soph. запечатлевать в душе, крепко запоминать что-л.;
4 писать, письменно сообщать (τινὶ ὡς … Thuc. и εἴς τινα Luc.): πρόσοδον γράψασθαι πρὸς τὴν βουλήν Dem. попросить аудиенции у Совета, обратиться в Совет;
5 в письменной форме предлагать (νόμον Xen.; γνώμην Xen., Plut.): γ. εἰρήνην Dem. вносить предложение о заключении мира: ἔγραφε βουλεύων Dem. он сделал в Совете предложение; τὰ γραφέντα Plat. или τὰ γεγραμμένα Dem. = οἱ νόμοι (ср. 9);
6 предписывать (ποιεῖν τι Xen.): πότμος ἔγραψε Pind. судьба решила; γράψασθαι ἅ τε δεῖ ποιεῖν καὶ ὧν ἀπέχεσθαι Xen. самому для себя решать, что делать и от чего воздерживаться;
7 писать, сочинять (περί Xen. и ὑπέρ τινος Polyb.): γράφεσθαι ὑπομνήματα Polyb. писать свои воспоминания;
8 записывать, вносить в списки (τινά τινα Plat.); γράψαι τινὰ τῶν ἱππεύειν ἐπιθυμουμένων Xen. зачислить кого-л. в списки желающих служить в коннице; ἕνα τῶν μαθητῶν τινα γράφεσθαι Plat. принимать кого-л. в число своих учеников; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι Soph. я не прибегну к опеке Креонта;
9 подавать в суд жалобу, привлекать к ответственности, обвинять: γραφείς Dem. будучи предан суду; τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων Aeschin. постановление было обжаловано как противозаконное; ἡ γραφεῖσα δίκη Plat. начатое судебное преследование; τὰ γεγραμμένα Dem. пункты обвинения (ср. 5); τὸ γεγραμμένον ἐκτίνειν Dem. уплатить назначенную судом сумму; γράψασθαί τινι Arph., Plat. привлечь кого-л. к судебной ответственности; γράφεσθαί τινά τινος γραφήν или δίκην Plat., реже τινά τι Dem. предъявлять кому-л. обвинение в чем-л.; γράψασθαί τινα ποιεῖν τι Arph. обвинить кого-л. в совершении чего-л.;
10 рисовать, изображать, писать (τινά Her.; εἰκόνας Plat.): ζῷα γ. Plat. рисовать животных, но ζῷα γράφεσθαί τι (= ζῳγραφεῖν) Her. писать с натуры что-л.;
11 расписывать, раскрашивать (ἀνδριάντας Plat.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: scratch, write (Il. [Aor.]).
Other forms: Aor. γράψαι
Dialectal forms: γρόφω (Melos)
Compounds: Often with prefix: ἀνα-, ἐπι-, συν- etc. Many compounds with -γράφος as 2nd member; the paroxyt. are passive, ἄγραφος not written.
Derivatives: γραπτύες f. pl. scratching (ω 229); γραφή id. also prosecution (Ion.-Att.; γροφά Epid.), γραφικός; γράφεα n. pl. = γράμματα (Arcad., El.); γράφημα = γράμμα (AB); γραμμή line (Pi.), γραμμικός linear, geometric (Gal.), γραμμιαῖος id. (Dam.), γραμμώδης (Thphr.); γραμμιστήρ a chirurg. instrument (medic., cf. βραχιον-ιστήρ) and γραμμιστός (Eust.; γραμμίζω uncertain in Eust. 633, 63). γράμμα, pl. -ατα line, writing, letter (Ion.-Att.); also γράσσμα (Arc.; < *γράφ-σμα), γράθματα (Arg.) and γρόππατα (Aeol., Balbilla); s Schwyzer 317 Zus. 1 and 523f., and Fraenkel Philol. 97, 163f. - On διάγραμμα Bikerman Rev. de phil. 64, 295ff. - From γράμμα γραμμάτιον (Luc.), γραμμάριον weight of 2 oboles (Aët.; γραμματεύς writer, secretary (Att.) with γραμματεύω and γραμματεῖον writing table etc., γραμματ(ε)ίδιον; γραμματεία secretariate (pap., Plu.); - γραμματικός, γραμματικεύομαι (AP); f. γραμματική (τέχνη) grammar etc.; γραμματιστής secretary, teacher (Ion.-Att.), (Herod., Messen. Boeot.); γραμματιστική elementary education (Phld.). - γραμμός writing (Hdn.). - γραφεύς, Dor. Arc. also γροφεύς painter, writer (Emp.), γραφεῖον writing instrument (Arist.). γραπτήρ writer (AP), γραπτεύς (Sch.). γραφίς slate-pencil (Pl.; γροφίς Epid.); γραφίσκος medic. instrument (Cels.). ἐπιγράβδην scraping the surface (Il.) shows the orifinal meaning. - Desid. γραψείω (Gloss.).
Origin: IE [Indo-European] [392] *gerbʰ- scratch, carve
Etymology: All forms have only the form γραφ-. The mainly Dorian form γροφ- (γροφά, -ίς, -εύς, -εύω, σύγγροφος etc., is probably not an old o-vocalism, but a Greek variant of ρα from a zero grade (DELG). - Outside Greek there is a PIE. *gerbh-, in OE ceorfan cut, carve, MHG kerben; further in Slavic, e. g. OCS žrěbьjь (*gerbʰ-) (al)lot(ment (prop. *carved stick?). A problem is γριφᾶσθαι, q.v.
Middle Liddell
I. Orig. sense, to scratch, scrape, graze, αἰχμὴ γράψεν ὀστέον Il.; σήματα γράψας ἐν πίνακι having scratched marks as tokens on a tablet, Il.:—then, to represent by lines drawn, to delineate, draw, paint, Hdt., Aesch.; εἰκὼν γεγραμμένη Ar.: also in Mid., ζῷα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, Hdt.
II. to express by written characters, to write, τι Hdt.; γο. τινά to write a person's name, Xen.; γ. ἐπιστολήν, etc., Xen.; γρ. τι εἰς διφθέρας Hdt.
2. to inscribe, like ἐπιγράφω, γρ. εἰς στήλην Eur., Dem.
3. to write down, γρ. τινὰ αἴτιον to set him down as the cause, Hdt.
4. to register, enrol, γρ. τινὰ τῶν ἱππευόντων among the cavalry, Xen.; Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, as a dependent of Creon, Soph.
5. to write down a law to be proposed; hence to propose, move, γνώμην, νόμον Xen.: so, absol., γράφειν (sub. νόμον), Dem.; γρ. πόλεμον, εἰρήνην, etc., Dem.; c. inf. to move that…; ἔγραψα ἀποπλεῖν τοὺς πρέσβεις Dem.
B. Mid. to write for oneself or for one's own use, note down, Hdt., Aesch., etc.
2. as Attic law-term, γράφεσθαί τινα to indict one, τινός for some public offence, Plat., etc.; c. acc. et inf., γρ. τινὰ ἀδικεῖν Plat.: absol., οἱ γραψάμενοι the prosecutors, Plat.:—also, γράφεσθαί τι denounce as criminal, Dem.:—Pass. to be indicted, Dem., etc.; τὰ γεγραμμένα the articles of the indictment, Dem.; τὸ γεγραμμένον the penalty named in the indictment, Plat.:—but γέγραμμαι usually takes the sense of the Mid., to indict, Dem.
English (Autenrieth)
aor. γράψε: scratch, graze; ὀστέον, reached by the point of the lance, Il. 17.599; σήματα ἐν πίνακι, symbols graven on a tablet, Il. 6.169.
English (Slater)
γράφω
a inscribe met. ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα, πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται (O. 10.3)
b write down
I dedicate ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίᾷ ἔγραψεν ἱεράν (Ὀρθωσίας coni. Ahrens, metri causa) (O. 3.30)
II ordain c. acc. & inf. καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντινἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.7)
English (Abbott-Smith)
γράφω, [in LXX chiefly for כּתב];
1.to scrape, graze (Hom.), and later (Hdt.) to sketch, draw.
2.to write;
(a)of forming or tracing letters on writing material: Jo 8:[6], Ga 6:11, II Th 3:17;
(b)to express in writing, commit to writing, record: Lk 1:63, Jo 19:21, 22 Re 1:11, 19 al.; of scripture as a standing authority (Deiss., BS, 112ff.), γέγραπται, itstands written (Luther), Mt 4:4, Mk 7:6, Lk 4:8, Ro 1:17, I Co 1:31, al.; id. seq. ἐν, Mk 1:2, Ac 1:20, al.; c. acc., to write of: Jo 1:46, Ro 10:5; seq. περί, Mt 26:24, Mk 14:21, Jo 5:46; al.; c. dat. (WM, §31, 4), Lk 18:31; id. seq. ἵνα (M, Pr., 207f.), Mk 12:19, Lk 20:28; κατὰ τ. γεγραμμένον, II Co 4:13; γεγραμμένον ἐστί, Jo 2:17; ἐγράφη, Ro 4:24; ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, Jo 12:16;
(c)of writing directions or information, c. dat. pers.: Ro 15:15, II Co 7:12, al.;
(d)of that which contains the record or message: βιβλίον, Mk 10:4, Jo 21:25, Re 5:1; τίτλον, Jo 19:19; ἐπιστολήν, Ac 23:25; ἐντολήν, Mk 10:5 (cf. ἀπο-, ἐγ-, ἐπι-, κατα-, προ-).
English (Strong)
a primary verb; to "grave", especially to write; figuratively, to describe: describe, write(-ing, -ten).
English (Thayer)
(καταγράφω) imperfect 3rd person singular κατέγραφεν; to draw (forms or figures), to delineate: T Tr WH (txt.) would substitute for R G ἔγραφεν. (Pausanias 1,28, 2. Differently in other Greek writings) (Perhaps it may be taken in John, the passage cited in a more general sense: to mark (cf. Pollux 9,7, 104, etc.).)
Greek Monolingual
(AM γράφω)
1. αποδίδω λέξεις με γράμματα του αλφαβήτου
2. ζωγραφίζω
3. γράφω επιστολή
4. καταχωρίζω σε κατάλογο
5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ.
νεοελλ.
1. ξέρω να γράφω
2. συγγράφω, δημοσιεύω
3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου
4. είμαι συγγραφέας ή δημοσιογράφος
5. (για μολύβια, πένες κ.λπ.) είμαι κατάλληλος για γράψιμο
6. (με επίρρημα) έχω ένα ιδιαίτερο γραφικό χαρακτήρα ή συγγραφικό ύφος («γράφω δυσανάγνωστα», «γράφω πολύ δυνατά»)
7. φρ. α) «αν με ξαναδείς, γράψε μου» — δεν θα επιστρέψω ή δεν θα εκπληρώσω την υποχρέωση ή την υπόσχεση μου
β) «γράφ' τα, κλάφ' τα» — αυτός που πουλάει με πίστωση ας θεωρεί χαμένα όσα του χρωστούν
γ) «γραφ' το καλά στο μυαλό σου» — μη το ξεχάσεις ποτέ
δ) «να μάς γράφεις» — ειρωνική παρατήρηση για την αναχώρηση αδιάφορων ή δυσάρεστων ανθρώπων
ε) «σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια» — σε περιφρονώ
μσν.
δίνω έγγραφες διαταγές
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ξύνω, γρατσουνίζω
2. περιγράφω μια μορφή
3. (για σημείο ή γραμμή σε κίνηση) σχηματίζω μια μορφή
4. συλλαβίζω μια λέξη
5. χαράσσω επιγραφή
6. καταγράφω, θεωρώ
7. περιγράφω
8. γράφω νόμο για να τον προτείνω προς ψήφιση
9. θεσπίζω, ψηφίζω
10. προγράφω, προορίζω
II. μέσ.
1. γράφω κάτι για τον εαυτό μου ή για δική μου χρήση, σημειώνω
2. κάνω να γραφτεί κάτι
3. καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον
4. φρ. α) «γράφω γῆς περιόδους» — ζωγραφίζω χάρτες
β) «γράφω περί τινος» — γράφω πάνω σε ένα θέμα
γ) γράφω τινὰ αἴτιον» θεωρώ κάποιον υπεύθυνο
δ) «γράφω τινὰ κληρονόμον, επίτροπον κ.λπ.» — καθιστώ κάποιον κληρονόμο, επίτροπο κ.λπ. με έγγραφο
ε) «ἐν προσώπω γράφομαι τὴν συμφοράν» — έχω την καταστροφή χαραγμένη στο μέτωπό μου
στ) «τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων» — το ψήφισμα καταγγέλθηκε ως παράνομο
II. (μτχ. μέσ. αορ.) αρχ. οί γραψάμενοι οι κατήγοροι
III. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γραμμένος, -η, -ο (AM γεγραμμένος, -η, -ον)
1. αυτός που έχει γραφτεί
2. ζωγραφισμένος
3. ζωγραφιστός, καλλίγραμμος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σημάδια στο δέρμα του
2. (το αρσ. πληθ.) οι γραμμένοι
στρατιώτες ενός αποσπάσματος
3. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) το γραμμένο ή τα γραμμένα
ό,τι έχει γράψει η μοίρα, το πεπρωμένο
4. φρ. «πού το βρήκες γραμμένο;» — αυτό που λες είναι παράλογο, ανυπόστατο
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ γεγραμμένον
η ποινή που αναφέρεται στην καταγγελία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ γεγραμμένα
τα άρθρα της καταγγελίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, η αρχική σημασία της οποίας ήταν «ξύνω ελαφρά, χαράζω, σχεδιάζω» απ' όπου και η χρήση της για τη γραφή. Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζουν οι περισσότερες λέξεις τών ινδοευρ. γλωσσών που εκφράζουν την έννοια «γράφω» (πρβλ. λατ. scribo, γοτθ. mēljan, αρχ. ινδ. rikh-, likh, λιθ. piešti κ. ά). Ετυμολογικά το θ. γραφ- (grbh-) αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας gerbh-, που με τη σειρά της ανάγεται σε αρχική απαθή ρίζα gerebh- «χαράζω, γρατσουνίζω». Σχετικά με την ερμηνεία του θέματος γροφ- αρκετών διαλεκτικών —κατ' εξοχήν δωρικών— τύπων (πρβλ. γράφων, γροφά, αντίγροφον κ.ά.) υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται είτε για ετεροιωμένη βαθμίδα είτε για διαφορετική αντιπροσώπευση του r (ρο- αντί ρα- πρβλ. στρατός αιολ. στρότος). Πιθανόν ο ενεστ. γράφω καθώς και άλλοι ενεστώτες με ασθενή βαθμίδα θέματος να προήλθαν από ονόματα (ονοματικούς τύπους), εν προκειμένω τη μτχ. γράφων (πρβλ. επίσης αρχ. ινδ. brhant). To γράφω συνδέθηκε με τη γλώσσα του Ησύχ. «γριφάσθαι
γράφειν, οι δε ξύειν και αμύσσειν», το θέμα του οποίου (gribh-) επεχείρησαν να ερμηνεύσουν ως αποτέλεσμα αναλογικής επίδρασης άλλων τύπων (πρβλ. σκαριφάσθαι). Τέλος, το γράφω συσχετίστηκε επίσης με άλλους τύπους ινδοευρ. γλωσσών: πρβλ. αγγλοσαξον. coerfan «κόβω, χαράζω», μσν. άνω γερμ. kerben (gerbh-), αρχ. σλαβ. žrěbĭjĭ «λαχνός, κλήρος» κ.ά.
ΠΑΡ. γράμμα, γραμμή, γραπτός (νεοελλ. και γραφτός)
αρχ.
γραπτήρ, γραπτύς
μσν.
γράβδην, γράπτης, γραφόριον
νεοελλ.
γραφίτης, γραψίμι, γράψιμο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. γραφίουρος, γραφοκάλαμος, γραφομανής, γραφομανία, γραφομηχανή. (Β' συνθετικό) αναγράφω, αντιγράφω, απογράφω, διαγράφω, εγγράφω, επιγράφω, καταγράφω, μεταγράφω, παραγράφω, περιγράφω, προγράφω, συγγράφω, υπογράφω
αρχ.
εισγράφω, εκγράφω, προσγράφω, υπεργράφω
νεοελλ.
καθαρογράφω, κακογράφω, κουτσογράφω, μισογράφω, μονογράφω, ξαναγράφω, ξεγράφω, πολυγράφω, συχνογράφω, ψιλογράφω].
Greek Monotonic
γράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἔγραψα· Επικ. γράψα, παρακ. γέγρᾰφα· Παθ. μέλ. γρᾰφήσομαι και γεγράψομαι, αόρ. βʹ ἐγράφην [ᾰ], μεταγεν., αόρ. αʹ ἐγράφθην, παρακ. γέγραμμαι.
Α. I. Η αρχική σημασία, ξύνω, ξεφλουδίζω, αποξέω, γδέρνω· αἰχμὴ γράψεν ὀστέον, σε Ομήρ. Ιλ.· σήματα γράψας ἐν πίνακι, σκαλίζω, χαράζω σημάδια ως σύμβολα πάνω σε μια πλάκα, στο ίδ.· έπειτα, αναπαριστάνω με χαραγμένες γραμμές, ιχνογραφώ, σχεδιάζω, ζωγραφίζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· εἰκὼν γεγραμμένη, σε Αριστοφ.· επίσης στη Μέσ., ζῷα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, σε Ηρόδ.
II. 1. εκφράζω κάτι με γραπτούς χαρακτήρες, γράφω· τι, στον ίδ.· γράφω τινά, καταγράφω το όνομα κάποιου, σε Ξεν.· γράφω ἐπιστολήν, διαθήκην, κ.λπ., στον ίδ.· γράφω τι εἰς διφθέρας, σε Ηρόδ.
2. εγχαράσσω, εγγράφω, όπως το ἐπιγράφω· γράφω εἰς στήλην, σε Ευρ., Δημ.
3. καταγράφω, γράφω τινὰ αἴτιον, θεωρώ κάποιον υπαίτιο, σε Ηρόδ.
4. καταχωρίζω, καταγράφω σε κατάλογο, δηλώνω· γράφω τινὰ τῶν ἱππευόντων, καταχωρίζω κάποιον μεταξύ των ιππέων, σε Ξεν.· Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, ως υποτελής του Κρέοντα, σε Σοφ.
5. γράφω νόμο που πρόκειται να προταθεί για ψήφιση· προτείνω, προβάλλω· γνώμην, νόμον, σε Ξεν.· ομοίως, απόλ., γράφειν (ενν. νόμον), σε Δημ.· γράφω πόλεμον, εἰρήνην κ.λπ., στον ίδ.· με απαρ., εξωθώ να...· ἔγραψα ἀποπλεῖν τοὺςπρέσβεις, στον ίδ.Β. 1. Μέσ., γράφω για τον εαυτό μου ή για δική μου, προσωπική χρήση, σημειώνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ως Αττ. δικανικός όρος, γράφεσθαί τινα, μηνύω, εγκαλώ, παραπέμπω κάποιον σε δίκη, τινός, για κάποιο δημόσιο αδίκημα (πλημμέλημα), σε Πλάτ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., γράφομαί τινα ἀδικεῖν, στον ίδ.· απόλ., οἱ γραψάμενοι, οι κατήγοροι, στον ίδ.· επίσης, γράφεσθαί τι, καταγγέλλω κάποιον ως εγκληματία, σε Δημ. — Παθ., παραπέμπομαι σε δίκη, εγκαλούμαι, στον ίδ. κ.λπ.· τὰ γεγραμμένα, οι όροι της παραπομπής, τα άρθρα της καταγγελίας, στον ίδ.· τὸ γεγραμμένον, η ποινή που αναφέρεται στην καταγγελία, στον ίδ.· αλλά το γέγραμμαι συνήθως εκλαμβάνει τη σημασία του Μέσ., παραπέμπω, μηνύω, καταγγέλλω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
γράφω: [ᾰ], μέλλ.-ψω, ἀόρ. ἔγραψα, Ἐπ. γράψα, πρκμ. γέγραφα Κρατῖν. Νόμ. 7, Θουκ.· παρὰ μεταγεν. συγγραφ. γεγράφηκα Συνέσ.― Μέσ., μέλλ. γράψομαι (ἴδε κατωτ.), ἀόρ. ἐγραψάμην.― Παθ., μέλλ. γρᾰφήσομαι Ἱππ. Ὀξ. 388. 4 (μετεγ-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370· συχνότερον γεγράψομαι, ἀόρ. ἐγράφην [ᾰ] Πλάτ., κλπ.· παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ἐγράφθην Ἀριστείδ., κλπ.· πρκμ. γέγραμμαι (ὡσαύτως μετὰ μέσ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ.), ποιητ. ἔγραπται Ὀππ. Κ. 3. 274. Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. (Ἐκ √ΓΡΑΦ παράγονται ὡσαύτως τὰ γραφή, γραφίς, γραμμή, γράμμα, καὶ ἴσως γρομφάς, ὃ ἴδε· πρβλ. Γοτθ. graban (σκάπτειν), groba (φωλεός), Παλαιο-Σκανδιν. grafa, Ἀγγλο-Σαξ. grafan, Γερμ. graben, κλπ.·― ἂν τὰ Λατιν. scribo, scrobs, scrofa εἶναι συγγενῆ, ἡ πρώτη ῥίζα πιθανῶς ἦτο scra bh, ἴδε Corssen Lat. Spr. σ. 447. Ἡ πρώτη σημασία = ξέω, τσουγγρανίζω, αἰχμὴ γράψεν δὲ οἱ ὀστέον ἄχρις Ἰλ. Ρ. 599· γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά, σημειώσας ἢ χαράξας σημεῖα ἐπ’ αύτοῦ, Ζ. 169, πρβλ. Wolf proleg. LXXXI, κἑξ.· οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμ. (εἰ μὴ ἐν παραγώγοις τύποις γραπτύς, ἐπιγράβδην, ἐπιγράφω)·― ἐντεῦθεν βραδύτερον, παριστάνω διὰ γραμμῶν, διαγράφω, σχεδιάζω, ζωγραφῶ, Ἡρόδ. 2. 41, Αἰσχύλ. Εὐμ. 50· γρ. Ἔρωθ’ ὑπόπτερον Εὔβουλ. Καμπ. 3· προσπεπατταλευμένον γρ. τὸν Προμηθέα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 6· εἰκὼν γεγραμμένη Ἀριστοφ. Βατρ. 537· ὡσαύτως ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, ζῶα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, Ἡρόδ. 4. 88· πρβλ. ἀπόμουσος. ΙΙ. παριστάνω ἢ ἐκφράζω τι διὰ γραπτῶν χαρακτήρων, γράφω, τι Ἡρόδ. 1. 125, κτλ.· γρ. τινὰ, γράφω τὸ ὄνομἀ τινος, Ξεν.· γρ. ἐπιστολήν, διαθήκην, κτλ., ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 5, 34, Πλάτ. Νόμ. 923C, κτλ.· γρ. τινὶ ὅτι…, Θουκ. 7. 14·― γρ. τι εἰς διφθέρας Ἡρόδ. 5. 68· παροιμ., ὅρκους… γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω Σοφ. Ἀποσπ. 694, Ξέναρχ. Πεντ. 3· οὕτως, εἰς τέφραν γρ. Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 1· εἰς ὕδωρ, ἐν ὕδατι Μένανδ. Μονοστ. 25, Πλάτ. Φαίδρ. 276C, πρβλ. Κριτ. 120C· καθ’ ὕδατος Λουκ. Κατάπλ. 21· εἰς πέλαγος γράμματα γράψαι Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1038. 8.― Παθ., πόθι φρενός γέγραπται, εἰς ποῖον φύλλον τῆς μνήμης εἶναι γεγραμμένον, Πίνδ. Ο. 10 (11). 3· ἐν τῲ προσώπῳ γραφεὶς τὴν συμφοράν, ἔχων αὐτὴν ἐγκεκαυμένην οὕτως εἰπεῖν ἐν τῷ προσώπῳ, Πλάτ. Νόμ. 754Α. 2) ἐγγράφω, ὡς τὸ ἐπιγράφω, γρ. εἰς σκῦλα, εἰς στήλην Εὐρ. Φοιν. 574, Δημ. 121. 21.― Παθ., γράφεσθαί τι, ἐπιγράφομαι μέ τι πρᾶγμα, Br. Σοφ. Τρ. 157· ὧδε γέγραμμαι, ἔχω τὸ ὄνομά μου ἐπιγεγραμμένον, Ἐπιγρ. Ἑλλην. 285. 1. 3) καταγράφω, θεωρῶ, γρ. τινὰ αἴτιον, θεωρῶ τινα ὡς τὸν αἴτιον, Ἡρόδ. 7. 214· γρ. τι ἱερόν τινι, καταγράφω ὡς…, Πίνδ. Ο. 3. 54· γρ. τινὰ κληρονόμον, ἐπίτροπον, καθιστῶ αὐτὸν τοιοῦτον δι’ ἐγγράφου, Πλάτ. Νόμ. 923C, 924Α· καταγράφω εἰς κατάλογον, γρ. τινὰ τῶν ἱππευόντων, μεταξὺ τῶν ἱππέων, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21· οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, ὡς ἐξαρτώμενος ἐκ τοῦ Κρ., Σοφ. Ο. Τ. 411. 4) γρ. εἴς τινα, γράφω ἐπιστολὴν πρός τινα, Λουκ. π. Συρ. Θ. 23. 5) γρ. περί τινος, γράφω περί τινος ὑποθέσεως, Ξεν. Κυν. 13, 2· ὐπέρ τινος Πολύβ. 1. 1, 4, κτλ.·― ἀπολ., γράφω ὡς συγγραφεύς, περιγράφω, ὁ αὐτ. 2. 56, 4· μ. διπλ. αἰτ., τί… γράψειεν ἄν σε μουσοποιός ἐν τάφῳ: Εὐρ. Τρω. 1188. 6) γράφω νόμον τινά, ὃν μέλλω νὰ προτείνω· ἐντεῦθεν, προτείνω, προβάλλω, γνώμην, νόμον, ψήφισμα, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 37, Ἀπομν. 1. 2, 42· γράφειν, ἀπολ. (ἐξυπακουομ. τοῦ νόμον), Δημ. 288. 9., 715. 27, κτλ.· γρ. πόλεμον, εἰρήνην, κτλ., ὁ αὐτ. 146. 2., 358. 17· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., σὺ γράφεις ταῦτ’ εἶναι στρατιωτικά ὁ αὐτ. 14. 24· ἔγραψα…ἀποπλεῖν… τοὺς πρέσβεις ὁ αὐτ. 233. 21· ἴδε ἐν λ. παράνομος ΙΙ. 7) προγράφω, προορίζω, πότμος ἔγραψε Πίνδ. Ν. 6. 13. Β. μέσ., γράφω δι’ ἐμαυτὸν ἤ πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, σημειῶ, Ἠρόδ. 2. 82, κτλ.· γράφεσθαί τι ἐν φρεσὶν Αἰσχύλ. Χο. 450· φρενῶν ἔσω Σοφ. Φ. 1325· ἐγραψάμην ὑπομνήματα Πλάτ. Θεαιτ. 143Α· κάμνω ὥστε νὰ γραφῇ τι, συγγραφὴν Δημ. 1284. 20, κτλ.· γρ. πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν, αἴτησιν προσόδου ἤτοι ἀκροάσεως παρὰ τῇ βουλῇ, ὁ αὐτ. 715. 25· πρβλ. ἐγγράφομαι. 2) ὡς Ἀττ. δικανικός ὅρος, γράφεσθαί τινα, καταγγέλειν τινά, τινός, διά τι δημόσιον πλημμέλημα, π.χ. τῆς αἰσχροκερδείας, Πλάτ. Νόμ. 754, ἐν τέλ.· γρ, τινά παρανόμων, ἴδε ἐν λ. παράνομος ΙΙ. (ἴδε τὸν τύπον ἐν Δημ. 548. 4)· πλῆρες, γραφὴν γράψασθαί τινα Ἀριστοφ. Νεφ. 1482 (ἀλλ’ ἐν τῷ παθ., εἴ σοι γράφοιτο δίκη ὁ αὐτ. 758)· ἴδε γραφὴ ΙΙΙ· ὡσαύτως μ. αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., γρ. τινά ἀδικεῖν ὁ αὐτ. Σφηξ. 894, πρβλ. Εἰρ. 107· ἀπολ., οἱ γραψάμενοι, οἱ κατήγοροι, ὁ αὐτ. Σφηξ. 881· οὐκ ἦν ἑτέροις γράψασθαι Ἀνδοκ. 10. 27― ἀλλά, γράψασθαί τι, καταγγέλω πρᾱξίν τινα ὡς ἐγκληματικήν, δηλ. τὸν πράξαντα αὐτὴν, ἐγράψατο τὴν Χαβρίου δωρεάν, εἰσήγαγε γραφὴν παρανόμων ἐναντίον τοῦ άνθρώπου, ὅστις προέτεινε τὴν εἰς τὸν Χαβρίαν δωρεάν, Δημ. 501. 28, πρβλ. 486. 1· τὸ χάριν τούτων ἀποδοῦναι παρανόμων γράφει (β’ ἐνικ. μέσ.) ὁ αὐτ. 267. 7. β) παθ., ἐγκαλοῦμαι, καταγγέλλομαι, οὐχὶ σπανίως παρὰ Δημ. καὶ Αἰσχίν.· τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων, κατηγγέλθη ὡς παράνομον, Αἰσχίν. 62. 28· ψηφίσματα ὑπὸ τούτου οὐδὲ γραφέντα, τὰ ὁποῖα οὐδὲ κατηγγέλθησαν, Δημ. 302. 18· (ἀλλὰ 254. 13, εἰ μὴ τοῦτο ἐγράφη, ἂν τὸ ψήφισμα τοῦτο δὲν εἴχε προταθῇ, ὡς παθ. τοῦ Α. ΙΙ. β)· οὕτως ἐν τῷ πρκμ., τὰ γεγραμμένα, τὰ ἄρθρα τῆς καταγγελίας, ὁ αὐτ. 244. 10., 930. 1· τὸ γεγραμμένον, ἡ ποινὴ ἡ ἀναφερομένη ἐν τῇ καταγγελίᾳ, ὁ αὐτ. 727. 2·― ἀλλὰ τὸ γέγραμμαι συνήθως λαμβάνει τὴν σημασίαν τοῦ μέσ., καταγγέλλω, ὁ αὐτ. 245. 2., 267. 4, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Θεαιτ. 210D.
Frisk Etymology German
γράφω: {gráphō}
Forms: Aor. γράψαι
Grammar: v.
Meaning: einritzen, schreiben (seit Il. [Aor.]), auch γρόφω (Melos; vgl. unten).
Composita: Oft mit Präfix: ἀνα-, ἐπι-, συν- usw.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. Nomina actionis: 1. γραπτύες f. pl. Kratzer (ω 229), Schreibzeichen (A. R. 4, 279), vgl. Porzig Satzinhalte 183. 2. γραφή Ritzung, Gemälde, Schrift (ion. att.; γροφά epid.) mit γραφικός (ion. att.; auch auf γράφω bezüglich). 3. γράφεα n. pl. = γράμματα (arkad., el.). 4. γράφημα = γράμμα (AB). 5. γραμμή ‘Linie, Start- und Ziellinie’ (Pi., Pl. usw.) mit γραμμικός linear, geometrisch (Gal., Plu. usw.), γραμμιαῖος ib. (Dam.), γραμμώδης (Thphr.); davon auch γραμμιστήρ N. eines chirurg. Instruments (Mediz., vgl. βραχιονιστήρ) und γραμμιστός (Eust.; γραμμίζω nur als unsichere Lesung Eust. 633, 63). 6. γράμμα, gew. pl. -ατα Linie, gew. Schreibzeichen, Schreiben, Brief, Gesetz (ion. att.); daneben γράσσμα (ark.; aus *γράφσμα), γράθματα (arg.) und γρόππατα (äol., Balbilla); zum Lautlichen Schwyzer 317 Zus. 1 und 523f. m. Lit., außerdem Specht KZ 62, 213 A. 1 (nicht besser) und Fraenkel Philol. 97, 163f. — Zur Bed. des Kompositums διάγραμμα (von διαγράφω) Bikerman Rev. de phil. 64, 295ff. — Von γράμμα, -ατα gehen mehrere Bildungen aus: Demin. γραμμάτιον (Luk.), γραμμάριον Gewicht von 2 Obolen (Aët., von γράμμα als Bez. eines Gewichts); γραμματεύς Schreiber, Sekretär (att. usw.) mit γραμματεύω Sekretär sein und γραμματεῖον Schreibtafel, Dem. γραμματ(ε)ίδιον (att. usw.); von γραμματεύω γραμματεία Sekretariat (Pap., Plu. u. a.); Einzelheiten bei Boßhardt Die Nomina auf -ευς 55f.; — γραμματικός ‘zu γράμμα(τα) gehörig, Grammatiker, Philologe’ (att. usw.) mit γραμματικεύομαι Grammatiker sein (AP); f. γραμματική (τέχνη) Grammatik; γραμματιστής Sekretär, gew. Elementarlehrer (ion. att.), eher von γράμμα nach den zahlreichen Nomina auf -ιστής als von dem seltenen γραμματίζω (Herod., messen. böot. usw.); dazu γραμματιστική Elementarunterricht (Phld., Ph. usw.). — 7. γραμμός das Schreiben (als Handlung, Hdn.). — Nomina agentis (instrumenti): 1. γραφεύς, dor. ark. auch γροφεύς Maler, Schreiber (Emp., att., hell.; zunächst von γραφή; zu δια-, ἐπιγραφεύς usw. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 39f.) mit γραφεῖον Pinsel, Griffel, Schreibstube (Arist., Pap. u. a.). 2. γραπτήρ Schreiber (AP), woneben durch Kreuzung γραπτεύς (Sch.). 3. γραφίς Griffel (Pl., LXX, AP u. a.; γροφίς epid.); im Sinn von Stickarbeit, Gemälde (AP, Nonn.) von γραφή. 4. γραφίσκος N. eines mediz. Instruments (Cels.). 5. Viele Kompp. mit -γράφος als 2. Glied. — Als 2. Glied -γραφος in pass. Bedeutung (ἄγραφος usw.). — Desideratives Deverbativum γραψείω (Gloss.).
Etymology: Der im Paradigma von γράφω vorauszusetzende ursprüngliche Ablaut ist schon in vorliterarischer Zeit, wahrscheinlich vom Aorist aus (anders Specht KZ 59, 103), zugunsten der Schwundstufe abgeschafft worden; auch die Ableitungen wurden von diesem Ausgleich betroffen. Nur die hauptsächlich auf dor. Gebiet beschränkten γροφά, -ίς, -εύς, -εύω, σύγγροφος, ἀντίγροφον usw., wonach auch das Präsens γρόφω, zeigen einen abweichenden ο-Vokalismus, der wie in στροφή usw. eine alte Hochstufe, allerdings mit Metathese nach γράφω (vgl. unten), enthalten kann, s. Bechtel Dial. 2, 116. — Ein Gegenstück zu γράφω mit ursprünglicher Hochstufe, idg. gerbh-, bietet das germ. primäre Verb ags. ceorfan schneiden, kerben, woneben mhd. kerben (schw. Vb.); ein Verbalnomen davon ist im Slavischen, z. B. aksl. žrěbii Los (eig. *Kerbung, gekerbtes Stäbchen?) vermutet worden. Näheres bei Vasmer s. žérebeĭ m. Lit.; entferntere Verwandte, die für das Griechische ohne Belang sind, bei WP. 1, 607f., Pok. 392. S. auch γριφᾶσθαι.
Page 1,325-326
Chinese
原文音譯:gr£fw 格拉賀
詞類次數:動詞(194)
原文字根:寫 相當於: (כָּתַב)
字義溯源:銘記*,記述,記載,經上所記,雕刻,記,寫,寫信,著作。神曾在石版上寫字,主耶穌也曾用指頭在地上畫字(γράφω / καταγράφω); 約8:6。和合本用 (κατάγνυμι)代替 (γράφω / καταγράφω))
同源字:1) (ἀγράμματος)未受教育的 2) (ἀπογραφή)列入 3) (ἀπογράφω)登記 4) (γράμμα)書寫 5) (γραμματεύς)書寫者 6) (γραπτός)刻在 7) (γραφή)聖經 8) (γράφω / καταγράφω)銘記 9) (ἐγγράφω)雕刻 10) (ἐπιγραφή)題名 11) (ἐπιγράφω)題記 12) (κατάγνυμι)寫下 13) (προγράφω)從前所寫 14) (ὑπογραμμός)寫字摹本 15) (χειρόγραφον)手寫文件
同義字:1) (γράφω / καταγράφω)銘記 2) (ἐπιστέλλω)函告
出現次數:總共(194);太(10);可(10);路(21);約(22);徒(12);羅(21);林前(18);林後(10);加(7);腓(1);帖前(2);帖後(1);提前(2);提後(1);門(2);來(1);彼前(2);彼後(2);約壹(13);約貳(2);約叄(3);猶(2);啓(29)
譯字彙編:
1) 所記載的(24) 可7:6; 可14:21; 約2:17; 徒24:14; 羅1:17; 羅2:24; 羅3:4; 羅4:17; 羅8:36; 羅9:13; 羅10:15; 羅11:8; 羅11:26; 羅15:3; 羅15:9; 羅15:21; 林前1:19; 林前1:31; 林前2:9; 林前3:19; 林前10:7; 林前15:45; 林後8:15; 啓20:12;
2) 寫(12) 路1:3; 路16:6; 路16:7; 約19:21; 羅16:22; 加6:11; 提前6:21; 提後4:22; 約叄1:13; 啓14:1; 啓21:27; 啓22:18;
3) 寫著(8) 太27:37; 約10:34; 約19:19; 徒1:20; 羅10:5; 啓2:17; 啓17:5; 啓19:16;
4) 你要寫信(7) 啓2:1; 啓2:8; 啓2:12; 啓2:18; 啓3:1; 啓3:7; 啓3:14;
5) 我寫(7) 林前4:14; 林前5:11; 林前9:15; 林前14:37; 林後13:10; 彼後3:1; 約壹2:7;
6) 有記著說(6) 太4:4; 太4:6; 太4:7; 太4:10; 太11:10; 林前9:9;
7) 有記載說(6) 路4:4; 路4:8; 路4:10; 路19:46; 徒23:5; 彼前1:16;
8) 寫的(6) 路10:26; 約1:45; 約12:16; 約19:20; 羅4:23; 門1:19;
9) 所寫的(6) 太26:24; 路18:31; 路24:46; 約15:25; 約21:25; 羅15:4;
10) 我寫信(5) 門1:21; 約壹2:12; 約壹2:13; 約壹2:13; 約壹2:21;
11) 我⋯寫(4) 加1:20; 提前3:14; 約壹2:26; 約壹5:13;
12) 記著說(4) 太21:13; 太26:31; 可1:2; 約8:17;
13) 寫信(4) 徒18:27; 林後9:1; 帖前5:1; 猶1:3;
14) 所記載的:(4) 路20:17; 徒15:15; 羅3:10; 林後4:13;
15) 記(3) 啓13:8; 啓17:8; 啓20:15;
16) 要寫(3) 約貳1:12; 約叄1:13; 啓1:11;
17) 我曾寫信(3) 約壹2:13; 約壹2:14; 約壹2:14;
18) 記載的(3) 可9:12; 徒13:29; 林前4:6;
19) 寫出來(2) 啓10:4; 啓10:4;
20) 記著(2) 太2:5; 林前14:21;
21) 我們寫信(2) 林後1:13; 帖前4:9;
22) 寫給(2) 腓3:1; 約壹1:4;
23) 有記載著(2) 羅12:19; 羅14:11;
24) 你要寫上(2) 啓19:9; 啓21:5;
25) 都寫出來(2) 約21:25; 啓1:19;
26) 我⋯寫的(2) 約19:22; 帖後3:17;
27) 我曾⋯寫信(2) 林後2:4; 約叄1:9;
28) 所記(2) 路2:23; 加3:10;
29) 所記載(2) 路21:22; 啓1:3;
30) 我⋯寫信(2) 羅15:15; 猶1:3;
31) 所記的(2) 路3:4; 徒13:33;
32) 曾寫(2) 可12:19; 路20:28;
33) 有記載(2) 可11:17; 加3:10;
34) 有記載說:(2) 可14:27; 加3:13;
35) 我⋯曾寫信(2) 林後2:9; 林後7:12;
36) 我⋯寫給(1) 約壹2:1;
37) 我⋯在寫(1) 約貳1:5;
38) 我要⋯寫(1) 啓3:12;
39) 所記載的:(1) 林後9:9;
40) 有記著(1) 加4:22;
41) 有記載著:(1) 加4:27;
42) 已經記載(1) 來10:7;
43) 我⋯所寫的(1) 彼前5:12;
44) 我曾寫了(1) 林後2:3;
45) 寫著的(1) 啓19:12;
46) 所寫(1) 啓22:19;
47) 你要寫下(1) 啓14:13;
48) 都寫著字(1) 啓5:1;
49) 我現在寫(1) 約壹2:8;
50) 以⋯寫著(1) 路23:38;
51) 寫了信(1) 彼後3:15;
52) 就寫了(1) 徒23:25;
53) 曾寫過(1) 約5:46;
54) 所寫著的(1) 路24:44;
55) 記載著的(1) 約6:31;
56) 寫著:(1) 約6:45;
57) 記載著說(1) 約12:14;
58) 畫字(1) 約8:8;
59) 所寫著的:(1) 路22:37;
60) 所記載著的:(1) 路7:27;
61) 人寫了(1) 可10:4;
62) 所記載的話(1) 可9:13;
63) 他就寫了(1) 可10:5;
64) 就寫著(1) 路1:63;
65) 寫著說(1) 路4:17;
66) 寫了(1) 約19:19;
67) 我已寫上了(1) 約19:22;
68) 我曾寫(1) 林前5:9;
69) 經上所記(1) 羅9:33;
70) 你們所題(1) 林前7:1;
71) 所說的(1) 林前9:10;
72) 被記載著(1) 林前10:11;
73) 可以陳奏(1) 徒25:26;
74) 陳奏(1) 徒25:26;
75) 記載了(1) 約20:31;
76) 記載著(1) 約20:30;
77) 記載(1) 約21:24;
78) 記載說(1) 徒7:42;
79) 寫信說(1) 徒15:23;
80) 所記著(1) 林前15:54
Mantoulidis Etymological
(=χαράσσω). Ἀπό ρίζα γραφ, ἠχοποιημένη δηλ. ἀπό τόν ἦχο πού γίνεται, ὅταν χαράσσεται κάτι πάνω σέ στερεά ὕλη (γρ-γρ).
Παράγωγα: γράμμα, γραμματεία, γραμματεῖον, γραμματεύς, γραμματεύω, γραμματικός, γραμματική, γραμματιστής, γραμμή, γραμμικός, γραμμικόν (=σύστημα γραφῆς), γραπτός, γραπτέον, γραπτύς (=τσουγκράνισμα), γραφή, γραφεύς, γραφεῖον, γραφικός (=ἐπιτήδειος στό σχεδίασμα), περιγραφικός, γραφίς, ἀνάγραπτος (=αὐτοῦ πού τό ὄνομα εἶναι δημόσια ἐκτεθειμένο σέ ἐπιγραφή), παρέγγραπτος (=νόθος), ἀντίγραφος (=ὁ δυό φορές γραμμένος), ἀπερίγραπτος, ἀναγραπτέον, ἀπογραφή, δυσπερίγραπτος, ὑπογραμμός (=ὑπόδειγμα), ἴσως καί τό γρομφάς (=γουρούνα), προγράφω, πρόγραμμα, σκιαγραφῶ, χειρόγραφος, χειρόγραφον.
Léxico de magia
1 escribir nombres o fórmulas mágicos, gener. con tinta de mirra a) en un papiro ἔστιν οὖν τὰ γραφόμενα ἐν τῷ πιττακίῳ esto es, pues, lo que se escribe en la tablilla P I 11 P I 236 P IV 2399 P IV 2515 P XII 79 P XV 9 P XVI 75 λαβὼν χάρτην ἱερατικὸν γράψον τὰ προκείμενα ὀνόματα ζμυρνομέλανι Ἑρμαϊκῷ toma un rollo de papiro hierático y escribe los nombres descritos con tinta de Hermes P I 233 P II 61 P III 178 P IV 2363 P XIII 315 γράψον τὸν λόγον εἰς χάρτην ἱερατικόν escribe la fórmula en un rollo de papiro hierático P V 382 P V 386 τὸ δὲ ἑκατονταγράμματον τοῦ Τυφῶνος γράφε εἰς χάρτην escribe en un rollo de papiro el nombre de cien letras de Tifón P IV 1381 P VIII 57 τὸν λόγον ... γράψον εἰς χάρτην καθαρὸν κινναβάρει escribe la fórmula en un rollo de papiro limpio con (tinta de) cinabrio P III 18 P IV 2392 P V 160 P VII 222 P VII 703 P VII 941 P XXXVI 102 γράψον εἰς χάρτην καθαρὸν αἵματι ἀπὸ χειρὸς ἢ ποδὸς γυναικὸς ἐγκύου τὸ προϋποκείμενον ὄνομα escribe en un rollo de papiro limpio con sangre de la mano o del pie de una mujer encinta el nombre que viene abajo P IV 78 στήλη ἐν τοῖς χάρτεσι γραφομένη τοῦ ζῳδίου inscripción que se escribe en los rollos de papiro de la figura P V 423 εἰς ἱερατικὸν κόλλημα γράψας τὸ ὄνομα φόρει escribe el nombre en una hoja de papiro y llévalo P XIII 253 γράφε δὲ εἰς τὸ πιττάκιον ταῦτα τὰ ὀνόματα escribe en un tablilla estos nombres P IV 1893 P IV 3143 P VII 412 τοῦτο γράφεις εἰς ἱερατικὸν βιβλίον escribes esto en una hoja de papiro hierático P XIc 1 εἰς τομίον ἱερατικὸν γράψας ζμύρνῃ escribe en un trozo de papiro hierático con mirra P XIXb 5 λαβὼν χάρτην καθαρὸν γράφε αἵματι ὀνίῳ τὰ ὑποκείμενα ὀνόματα καὶ τὸ ζῴδιον toma un rollo de papiro limpio, escribe con sangre de asno los nombres siguientes y la figura P XXXVI 72 P LXI 60 b) en un trozo de lino ἔστιν δὲ τὰ ὀνόματα, ἃ μέλλεις γράψαι εἰς τὸ βύσσινον ῥάκος estos son los nombres que escribirás en el trozo de lino P I 292 P VII 359 P XII 179 <ῥάκους> ἀπὸ ὀθονίου ἀρθέντος ἀπὸ Ἁρποκράτου ψηφίνου ... γράψον ἐπ' αὐτοῦ ζμύρνῃ coge un trozo de lino que proceda de una estatua de Harpócrates y escribe en él con mirra P IV 1075 λαβὼν βύσσινον ῥάκος εἰς ὃ γράφεις ζμύρνῃ τὸ πρᾶγμα toma un trozo de lino en el que escribirás con mirra el asunto P VII 664 c) en una tablilla de natrón ἔστιν δὲ ἡ ἱερὰ στήλη ἡ ἐν τῷ νίτρῳ γραφομένη ésta es la sagrada inscripción que se escribe en el natrón P XIII 61 P XIII 131 P XIII 133 P XIII 568 d) en pieles de animales τὸ μὲν δεξιὸν (φυλακτήριον) γράψον εἰς ὑμένα προβάτου μέλανος ζμυρνομέλανι el amuleto derecho escríbelo en una piel de oveja negra con tinta de mirra P IV 814 λαβὼν δέρμα ὄνου γράψον τὰ ὑποκείμενα αἵματι σιλούρου μήτρας coge una piel de asno y escribe lo siguiente con sangre de la matriz de un siluro P XXXVI 362 e) en hojas o ramas de plantas γράψον εἰς τὸν κλῶνα τῆς δάφνης τοὺς ζʹ ῥυστικοὺς χαρακτῆρας escribe en la rama de laurel los siete signos protectores P I 265 λαβὼν κλάδον δάφνης γράφε τὰ βʹ ὀνόματα toma una rama de laurel y escribe los dos nombres P II 64 SM 74 3 ἐπίφερε δὲ καὶ τοῦτο, ὅπερ ἐν φύλλοις δάφνης γράφεται añade también esto, que se escribe en hojas de laurel P II 11 P VII 1016 (fr. lac.) εἰς φύλλον πεντεδακτύλου βοτάνης γράψον τὸν ὑποκείμενον χαρακτῆρα ... γράψας σμυρνομέλανι en una hoja de planta de cincoenrama escribe el signo siguiente, escribiéndolo con tinta de mirra P II 41 ἄρξαι ἀπὸ τοῦ εὐωνύμου μέρους κατὰ ἓν γράφων ζμύρνῃ empieza por el lado izquierdo escribiendo con mirra una por una (ref. a hojas de hiedra) P IV 1994 γράφε εἰς φύλλον καλπάσου ταῦτα escribe esto en una hoja de lino P IV 2141 εἰς φιλύρινον γράψον κινναβάρει τὸ ὄνομα τοῦτο en madera de tilo escribe con cinabrio este nombre P IV 2695 f) en una concha εἰς τὸ ὄστρακον ἀπὸ θαλάσσης γράφε ἐκ τοῦ ὑποκειμένου μέλανος escribe en una concha del mar con la tinta prescrita P IV 2218 P VII 300a P VII 374 g) en una copa λαβὼν ποτήριον χάλκεον γράψον διὰ ζμυρνομέλανος τὴν προγεγραμμένην στήλην toma una copa de bronce y escribe con tinta de mirra la inscripción anterior P IV 3247 h) en una mecha ἐπὶ μὲν τοῦ αʹ ἐλλυχνίου γράφε ζμύρνῃ Ἰάω en la primera mecha escribe con tinta de mirra Iao P VII 596 i) en un huevo τὸ ὄνομα γράφε ζμυρνομέλανι εἰς ὠὰ δύο ἀρρενικά escribe el nombre con tinta de mirra en dos huevos machos P VII 521 j) en una figurilla modelada γράψον δὲ εἰς τὸ πλάσμα τῆς ἀγομένης escribe en la figura de la mujer que estás atrayendo P IV 304 k) en el ala de un murciélago λαβὼν αἷμα ... αἰγός, γράφε ἐπὶ τῆς δεξιᾶς πτέρυγος (τῆς νυκτερίδος) toma sangre de cabra y escribe en el ala derecha del murciélago P VII 653 P VII 658 l) en el cuerpo εἰς δὲ τὸ στῆθος τοῦ παιδὸς γράφε ζμύρνῃ en el pecho del muchacho escribe con mirra P LXII 46 m) en una pared γράψον εἰς τοῖχον escribe en una pared P V 72 2 grabar fórmulas o nombres, gener. con un estilo a) en una lámina γράψον χαλκῷ γραφείῳ ταῦτα graba con un estilo de bronce lo siguiente P III 418 P VII 755 εἰς δὲ πέταλον χρυσοῦν τὸ ξίφος τοῦτο γράφε sobre una lámina de oro graba esta espada (una fórmula mágica) P IV 1814 κυπρίῳ γραφείῳ γράψας ψυχρηλάτῳ τινὸς τὸ ὄνομα grabando con un estilo de cobre forjado al fuego el nombre de alguien P IV 1848 λαβὼν λεπίδα ἡλιακὴν γράψον χαλκῷ γραφείῳ toma una lámina de oro y graba con un estilo de bronce P VII 920 λαβὼν λάμναν ἀργυρᾶν γράφε χαλκῷ γραφίῳ τὴν ὑποκιμένην σφραγῖδα τοῦ ζῳδίου toma una lámina de plata y graba con un estilo de bronce el siguiente sello de la figura P XXXVI 38 γράφε δὲ ἐπὶ πλακὶ κασσιτερίνῃ graba en una lámina de estaño P IV 2211 P IV 3015 P VII 417 P VII 459 P VII 486 P VII 740 λαβὼν πλάτυμμα μολιβοῦν γράψον τὸν λόγον toma una lámina de plomo y graba la fórmula P IV 329 P IV 406 P V 358 P VII 926 P X 37 P XXXVI 231 λαβὼν λάμναν μολιβῆν ψυχρήλατον γράφε χαλκῷ γραφείῳ τὸ ὑποκείμενον ζῴδιον toma una lámina de plomo forjada en frío y graba con un estilo de bronce la figura siguiente P XXXVI 2 γράφε δὲ (τὴν πλάκαν) χαλκῇ βελόνῃ ἀκεφάλῳ graba la lámina con una aguja de bronce sin cabeza P VII 442 γράφε ἐν ἥλῳ κυπρίνῳ ἀπὸ πλοίου νεναυαγηκότος grábalo con un clavo de cobre de un barco que haya naufragado P VII 466 λαβὼν λεπίδα μολιβῆν γράψον ἥλῳ τὸ ζῴδιον toma una lámina de plomo y graba con un clavo la figura P LXXVIII 4 b) en un incensario γράψον μέσον τοῦ θυμιατηρίου τὸ ὄνομα τοῦτο graba en el centro del incensario este nombre P IV 1320 c) en uñas de animales γράψον ἐπὶ τοὺς μεγάλους ὄνυχας αὐτοῦ γράφων χαλκῷ γραφείῳ τοὺς χαρακτῆρας τούτους escribe sobre sus grandes uñas grabando con un estilo de bronce los siguientes signos P VII 391 3 dibujar, pintar una figura a) en un papiro τὸ ὑπογεγραμμένον ζῴδιον εἰς χάρτην γράψας τῷ σμυρνομέλανι dibuja la figura indicada abajo en un rollo de papiro con tinta de mirra P II 47 P XXXVI 103 P XXXVI 105 λαβὼν ἱερατικὸν κόλλημα γράψον ἐπ' αὐτοῦ τῷ σοι μηνυθησομένῳ μέλανι τὸ ζῴδιον τὸ μηνυθησόμενον toma una hoja de papiro hierático y dibuja, con la tinta que se te va a explicar, la figura que se te indicará P IV 2068 γράφε καινῷ καλάμῳ τὸ ζῴδιον, καθὼς περιέχει, εἰς πιττάκιον καθαρόν dibuja con una caña nueva, la figura, como está aquí, en una tablilla limpia P XXXVI 266 b) en ropas τοῦτο δὲ τὸ ζῴδιον γράφεται εἰς τὸ ῥάκος τοῦ βιαίου esta figura se dibuja en la ropa de uno muerto violentamente P II 170 γράψον εἰς βύσσινον ῥάκος αἵματι ὀρτυγίου θεὸν ῾Eρμῆν pinta en un trozo de lino, con sangre de codorniz, un dios Hermes P XII 145 λαβὼν ὀθόνιον καθαρὸν καὶ ζμύρνῃ γράψον εἰς αὐτὸ ἀνθρωποειδὲς ζῴδιον toma un trozo de lino limpio y pinta en él con tinta de mirra una figura con forma humana P XII 122 c) en una tablilla de natrón γράψον εἰς τὸ ἓν μέρος τοῦ νίτρου κορκόδειλον ἱερακοπρόσωπον pinta en una cara del natrón un cocodrilo con rostro de halcón P XIII 40 P XIII 47 P XIII 385 γράφε οὖν ἀνφοτέρους τοὺς βʹ ζμυρνομέλανι, τουτέστιν κορκόδειλον ἱερακοπρόσωπον καὶ αὐτῷ ἐφεστῶτα τὸν ἐνεάμορφον pinta, pues, con tinta de mirra, los dos, esto es, un cocodrilo con rostro de halcón y en pie sobre él al eneamorfo P XIII 409 P XIII 417 d) en una piel ἔστι δὲ τὸ εἰς τὸν ὑμένα γραφόμενον ζῴδιον ésta es la figura que se dibuja en la piel P IV 2113 e) en la mano ἔστιν δὲ ὃ γράφεις, τοιοῦτο· ἄνθρωπος γυμνός, ἑστώς lo que dibujas es así: un hombre desnudo, en pie P VIII 105
Lexicon Thucydideum
scribere, to write, 1.22.2, 1.97.2. 1.137.4. 3.113.6, 5.26.1, 5.68.2, 7.8.2, 7.14.1. 8.50.5,
PASS. 1.133.1, 2.1.1, 4.50.2, 5.20.3. 5.24.2. 5.29.2. 5.29.3. 5.56.2, 6.55.1. 6.55.2,
MED. accusare, to accuse, 8.67.2.
Translations
write
Abkhaz: аҩра; Acehnese: tuléh; Afrikaans: skryf; Akan: kyerɛw; Aklanon: sueat; Albanian: shkruaj; Amharic: ጻፈ, ደረሰ; Andi: хъвару; Arabic: كَتَبَ; Egyptian Arabic: كتب; Gulf Arabic: كِتَب; Aragonese: escribir; Aramaic: ܟܬܒܬܐ; Assyrian Neo-Aramaic: ܟܬܒ; Hebrew: כתב; Armenian: գրել; Aromanian: scriu; Assamese: লিখ, লেখ; Asturian: escribir; Aukan: sikiifi; Avar: хъвазе; Azerbaijani: yazmaq; Bashkir: яҙыу; Basque: idatzi; Belarusian: пісаць напісаць; Bengali: লেখা; Bhojpuri: लिखल; Bikol Central: surat; Breton: skrivañ; Bulgarian: пиша; Burmese: ရေး, စာရေး; Catalan: escriure; Cebuano: sulat; Chechen: йаз дан; Chichewa: -lemba; Chickasaw: holissochi; Chinese Cantonese: 寫, 写; Dungan: ще; Eastern Min: 寫, 写; Gan: 寫, 写; Hakka: 寫, 写; Hokkien: 寫, 写; Jin: 寫, 写; Mandarin: 寫, 写, 撰寫; Northern Min: 寫, 写; Wu: 寫, 写; Xiang: 寫, 写; Chukchi: кэԓичитык; Chuvash: ҫыр; Classical Syriac: ܟܬܒ; Coptic: ⲥϧⲁⲓ; Cornish: scryfa; Crimean Tatar: yazmaq; Czech: psát, napsat; Danish: skrive; Dhivehi: ލިޔަނީ; Dutch: schrijven; Dzongkha: ཡི་གུ་བྲི; Esperanto: skribi; Estonian: kirjutama; Evenki: дуку-; Ewe: ŋlɔ; Extremaduran: escrebil; Farefare: gʋlsɛ; Faroese: rita, skriva; Fataluku: kerekere; Finnish: kirjoittaa; French: écrire; Old French: escrivre, escrire; Friulian: scrivi; Galician: escribir; Ge'ez: ጸሐፈ, ከተበ; Georgian: დაწერა, მიწერა; German: schreiben; Alemannic German: schriibe; Gothic: 𐌼𐌴𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: γράφω; Ancient Greek: γράφω, ξυγγράφω, συγγράφω; Greenlandic: allappoq; Guaraní: hai; Gujarati: લખવું; Haitian Creole: ekri; Hawaiian: kākau; Hebrew: כָּתַב; Higaonon: tagsulat; Hindi: लिखना; Hungarian: ír; Icelandic: skrifa; Ido: skribar; Indonesian: menulis; Ingrian: kirjuttaa; Ingush: язде; Inuktitut: ᑎᑎᕋᖅᑐᖅ; Irish: scríobh; Istriot: screîvi; Italian: scrivere; Japanese: 書く; Javanese: nulis; Jingpho: ka; Kabuverdianu: skrebi; Kaingang: rán; Kannada: ಬರೆ; Kashmiri: لیکھُن; Kashubian: napisz; Kazakh: жазу; Khmer: សរសេរ; Korean: 쓰다, 적다; Kurdish Central Kurdish: نوسین; Northern Kurdish: nivîsîn, nivîsîn, nivîsandin; Kyrgyz: жазуу; Laboya: tolha; Ladin: scriver; Ladino: eskrivir; Lao: ຂຽນ; Latgalian: raksteit; Latin: scribo; Latvian: rakstīt; Lingala: koma; Lithuanian: rašyti; Lombard: scriv; Low German: schrieven; Luganda: -wandiika; Macedonian: пишува; Makasae: kereke; Malay: tulis; Maltese: kiteb; Manchu: ᠠᡵᠠᠮᠪᡳ; Mansaka: solat; Maori: tuhi; Marathi: लिहिणे; Mariupol Greek: графту; Mauritian Creole: ekrir; Mbyá Guaraní: mbopara; Middle English: writen; Middle Low German: wrīten, schrīven; Middle Persian: 𐭭𐭯𐭩𐭱𐭲𐭭; Mirandese: screbir; Mongolian Cyrillic: бичих; Mongolian: ᠪᠢᠴᠢᠬᠦ; Moore: gʋlse; Nahuatl Classical: ihcuiloa; Highland Puebla: quijcui̱lo̱a; Mecayapan: quijcuilohua; Northern Puebla: quiihcuilohua; Tetelcingo: qui̱jcui̱loa; Nanai: ниру-; Navajo: akʼeʼełchí; Nepali: लेख्नु; Ngazidja Comorian: hwandziha, ≈ for hwandzishia; Norman: écrire, êcrithe; North Frisian Föhr-Amrum: skriiw; Mooring: schriwe; Northern Sami: čállit; Norwegian Bokmål: skrive; Nynorsk: skriva; Occitan: escriure; Odia: ଲେଖ; Ojibwe: ozhibii'ige; Old Church Slavonic Cyrillic: пьсати; Old East Slavic: писати; Old English: wrītan; Old Frisian: skrīva; Old Norse: ríta; Old Saxon: wrītan, skrīƀan; Old Turkic: 𐰋𐰃𐱅𐰃; Oromo: barreessuu; Ossetian: фыссын; Pangasinan: mansulat; Pannonian Rusyn: писац, написац; Papiamentu: skirbi; Pashto: کاږل, کويښل, کوښل; Pennsylvania German: schreiwe; Persian Dari: نَوِشْتَن; Iranian Persian: نِوِشْتَن; Piedmontese: scrive; Polish: pisać, napisać, pisywać; Portuguese: escrever, redigir; Punjabi: ਲਿਖਣਾ; Purepecha: karáni; Romanian: scrie; Romansch: scriver, screiver; Russian: писать, написать; Samoan: tusi; Sanskrit: लिखति; Sardinian: iscri, iscribere, iscriere, iscriri, iscrivere, scriri; Scots: scrieve; Serbo-Croatian Cyrillic: писати; Roman: písati; Shan: တႅမ်ႈ; Sherpa: བྲིག; Sicilian: scrìviri; Sindhi: لکڻ; Sinhalese: ලියනවා; Slovak: písať, napísať; Slovene: pisati; Somali: qorid; Sorbian Lower Sorbian: pisaś, napisaś; Upper Sorbian: pisać, napisać; Sotho: ngola; Southern Ohlone: enne; Spanish: escribir; Sranan Tongo: skrifi; Swahili: kuandika; Swedish: skriva; Sylheti: ꠟꠦꠈꠣ; Tagalog: sumulat, isulat; Tahitian: papai; Tajik: навиштан; Talysh: nıvışte; Tamil: எழுது; Tatar: язарга; Tausug: sulat, tulis; Tetum: hakerek; Thai: เขียน, ขีด; Tibetan: འབྲི; Tocharian B: pik-; Tok Pisin: rait, raitim; Tongan: tohi; Tumbuka: lemba; Turkish: yazmak; Turkmen: ýazmak; Udmurt: гожъяны; Ugaritic: 𐎋𐎚𐎁; Ukrainian: писати, написати; Urdu: لِکْھنا; Uyghur: يازماق; Uzbek: yozmoq; Venetan: scrivar, scriver; Vietnamese: viết, ghi; Walloon: scrire; Welsh: ysgrifennu; West Frisian: skriuwe; Western Bukidnon Manobo: surat; Yagnobi: нипишак; Yakut: суруй; Yiddish: שרײַבן; Yoruba: kọ; Yucatec Maya: tsʼíib, tsʼíibt; Zazaki: nusayîş, nuştiş; Zhuang: sij, raiz