εἰσφέρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσφέρω''': μέλλ. εἰσοίσω: ἀόρ. α΄ εἰσήνεγκα: πρκμ. εἰσενήνοχα Ἀρχίλ. 64: ὑπερσυντ. -όχειν Δημ. 825. 3., 705. 26. Φέρω [[ἐντός]], ἐσθῆτά τε ἔσφερον [[εἴσω]] Ὀδ. Η. 6· ἐσφ. ἀγγελίας Ἡρόδ. 1. 114· ἐς τωὐτὸ ἐσφ. ὁ αὐτ. 9. 70. 2) [[συνεισφέρω]], τῖμον εἰσενεγκὼν Ἀρχίλ. 78. 1, χρήματα Ξεν. Ἱέρ. 9. 7, Ρήτορες· εἰσφ. τινί τι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἐράνων, Πλάτ. Συμπ. 177C, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12, Δημ., κτλ.: - Ἐν Ἀθήναις, [[ἀποτίνω]] τὴν εἰσφοράν, (ἴδε τὴν λέξιν εἰσφορὰ ΙΙ), ἐσφ. ἐσφορὰν Θουκ. 3. 19, κτλ.· εἰσφορὰς Ἀντιφῶν 117. 33, Λυσ. 150. 1· καὶ ἀπολ., εἰσφ. εἰς τὴν πόλιν Δημ. 825. 3· εἰσφ. ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 565. 15· [[οὕτως]], ἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12. 3) [[ἐπιφέρω]], προξενῶ, (παθήματα) εἴς τινα, [[πένθος]] εἰσφ. δόμοις Εὐρ. Βάκχ. 367· νόσον γυναιξὶ [[αὐτόθι]] 353· πόλεμόν τινι ὁ αὐτ. Ἑλ. 38· δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι, προξενεῖ δειλίαν εἰς τοὺς θαρραλέους, τοὺς γενναίους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 540. 4) [[εἰσάγω]], [[προτείνω]], γνώμην Ἡρόδ. 3. 80· γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον Θουκ. 8. 67· εἰσφ. νόμον, Λατ. legem rogare, Δημ. 692. 26., 705. 26: - ἀπολ. ὡς τὸ Λατ. referre ad senatum, εἰσφ. εἰς τὴν βουλὴν [[περί]] τινος Θουκ. 5. 38, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 772C, 961B· τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ... Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 7: - Παθ. τὰ εἰσφερόμενα ψηφίσματα Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 15. ΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ., εἰσενήνεγμαι (ἴδε κατωτ.): - [[φέρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[παρασύρω]], παραφέρω, Ἰλ. Λ. 495. 2) [[εἰσφέρω]] δι’ ἐμαυτόν, [[εἰσκομίζω]], Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 5. 115, κτλ. 3) [[εἰσάγω]], ἐς τὴν ποίησιν Ἡρόδ. 2. 23· πῶμ’ εὗρε κεἰσηνέγκατο Εὐρ. Βάκχ. 279· λόγον ἐσφέρεσθαι, προφέρειν, κοινολογεῖν, λέγειν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 664· ν΄ μνᾶς εἰς τὸν οἶκον εἰσενηνεγμένη, εἰσκομίσασα μεθ’ ἑαυτῆς 50 μνᾶς ὡς [[προῖκα]] εἰς τὴν οἰκογένειαν, Δημ. 884. 12, πρβλ. 1029. 9· [[προῖκα]] εἰσενεγκαμένη Θεοφρ. Χαρ. 22· πρβλ. [[ἐπιφέρω]] ΙΙ. 1. 4) [[συνεισφέρω]], εἰσενήνεκται... οὐκ ἔλαττον μ΄ μνῶν· [[καταβάλλω]], πᾶσαν εἰσεφέρετο σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Πολύβ. 22. 12, 12· προξενῶ, πολλὴν ἐσεφέρετο φιλινικίαν Αἰλ. Π. Ἱστ. 12. 64. 5) ὡς τὸ προσφέρομαι, ἐσθίω, [[τρώγω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 19, κτλ. ΙΙΙ. παθ., εἰσάγομαι, Ἡρόδ. 9. 37, 41. 2) εἰσορμῶ, ὡς τὸ [[εἰσπίπτω]], Θουκ. 3. 98.
|lstext='''εἰσφέρω''': μέλλ. εἰσοίσω: ἀόρ. α΄ εἰσήνεγκα: πρκμ. εἰσενήνοχα Ἀρχίλ. 64: ὑπερσυντ. -όχειν Δημ. 825. 3., 705. 26. Φέρω [[ἐντός]], ἐσθῆτά τε ἔσφερον [[εἴσω]] Ὀδ. Η. 6· ἐσφ. ἀγγελίας Ἡρόδ. 1. 114· ἐς τωὐτὸ ἐσφ. ὁ αὐτ. 9. 70. 2) [[συνεισφέρω]], τῖμον εἰσενεγκὼν Ἀρχίλ. 78. 1, χρήματα Ξεν. Ἱέρ. 9. 7, Ρήτορες· εἰσφ. τινί τι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἐράνων, Πλάτ. Συμπ. 177C, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12, Δημ., κτλ.: - Ἐν Ἀθήναις, [[ἀποτίνω]] τὴν εἰσφοράν, (ἴδε τὴν λέξιν εἰσφορὰ ΙΙ), ἐσφ. ἐσφορὰν Θουκ. 3. 19, κτλ.· εἰσφορὰς Ἀντιφῶν 117. 33, Λυσ. 150. 1· καὶ ἀπολ., εἰσφ. εἰς τὴν πόλιν Δημ. 825. 3· εἰσφ. ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 565. 15· [[οὕτως]], ἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12. 3) [[ἐπιφέρω]], προξενῶ, (παθήματα) εἴς τινα, [[πένθος]] εἰσφ. δόμοις Εὐρ. Βάκχ. 367· νόσον γυναιξὶ [[αὐτόθι]] 353· πόλεμόν τινι ὁ αὐτ. Ἑλ. 38· δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι, προξενεῖ δειλίαν εἰς τοὺς θαρραλέους, τοὺς γενναίους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 540. 4) [[εἰσάγω]], [[προτείνω]], γνώμην Ἡρόδ. 3. 80· γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον Θουκ. 8. 67· εἰσφ. νόμον, Λατ. legem rogare, Δημ. 692. 26., 705. 26: - ἀπολ. ὡς τὸ Λατ. referre ad senatum, εἰσφ. εἰς τὴν βουλὴν [[περί]] τινος Θουκ. 5. 38, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 772C, 961B· τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ... Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 7: - Παθ. τὰ εἰσφερόμενα ψηφίσματα Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 15. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., εἰσενήνεγμαι (ἴδε κατωτ.): - [[φέρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[παρασύρω]], παραφέρω, Ἰλ. Λ. 495. 2) [[εἰσφέρω]] δι’ ἐμαυτόν, [[εἰσκομίζω]], Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 5. 115, κτλ. 3) [[εἰσάγω]], ἐς τὴν ποίησιν Ἡρόδ. 2. 23· πῶμ’ εὗρε κεἰσηνέγκατο Εὐρ. Βάκχ. 279· λόγον ἐσφέρεσθαι, προφέρειν, κοινολογεῖν, λέγειν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 664· ν΄ μνᾶς εἰς τὸν οἶκον εἰσενηνεγμένη, εἰσκομίσασα μεθ’ ἑαυτῆς 50 μνᾶς ὡς [[προῖκα]] εἰς τὴν οἰκογένειαν, Δημ. 884. 12, πρβλ. 1029. 9· [[προῖκα]] εἰσενεγκαμένη Θεοφρ. Χαρ. 22· πρβλ. [[ἐπιφέρω]] ΙΙ. 1. 4) [[συνεισφέρω]], εἰσενήνεκται... οὐκ ἔλαττον μ΄ μνῶν· [[καταβάλλω]], πᾶσαν εἰσεφέρετο σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Πολύβ. 22. 12, 12· προξενῶ, πολλὴν ἐσεφέρετο φιλινικίαν Αἰλ. Π. Ἱστ. 12. 64. 5) ὡς τὸ προσφέρομαι, ἐσθίω, [[τρώγω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 19, κτλ. ΙΙΙ. παθ., εἰσάγομαι, Ἡρόδ. 9. 37, 41. 2) εἰσορμῶ, ὡς τὸ [[εἰσπίπτω]], Θουκ. 3. 98.
}}
}}
{{bailly
{{bailly