εἰσφέρω
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
A fut. εἰσοίσω E.Ba.367: aor. I εἰσήνεγκα Archil.78.2 (s.v.l.): pf. εἰσενήνοχα D.27.36: plpf. -όχειν Id.24.19:—carry in, εἴσω Od.7.6; ἐς. ἀγγελίας Hdt.1.114; ἐς τὠυτὸ ἐς. Id.9.70; τινὰ εἰς τὸ λογιστήριον PAmh.2.77.22 (ii A.D.).
2 bring in, contribute, τῖμον Archil.l.c.; χρήματα X.Hier.9.7, Plu.Publ.12; εἰ. τινὶ ἔρανον Pl.Smp. 177c, cf. X.Cyr.7.1.12; at Athens, etc., pay the property tax (v. εἰσφορά II), ἐς. ἐσφοράν Th.3.19, etc.; εἰσφοράς Antipho 2.2.12, Lys.18.7: and abs., εἰ. εἰς τὴν πόλιν D.27.36; εἰ. ἀφ' ὑπαρχούσης οὐσίας Id.21.157.
3 bring in or bring upon, πένθος δόμοις E.Ba.367; νόσον καινὴν γυναιξί ib.353; πόλεμον Ἑλλήνων χθονί Id.Hel.38; δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι brings cowardice into the brave, Id.Supp. 540.
4 introduce, καινὰ δαιμόνια X.Mem.1.1.2; ψεῦδος Plb.2.58.12; especially of political measures, bring forward, propose, γνώμην Hdt.3.80; γνώμην ἐς τὸν δῆμον Th.8.67; εἰσφέρω νόμον = Lat. legem rogare, D.23.218, 24.19; ψηφίσματα IG22.1329.10; τιμάς ib.1343.29: abs., ἐς. ἐς τὰς βουλὰς περί τινος Th.5.38; εἰς τοὺς νομοφύλακας Pl.Lg.772c; τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ.. X.HG1.7.7:—Pass., τὰ εἰσφερόμενα [ψηφίσματα] Arist.Pol.1298b33.
b of persons, propose, nominate, Pl.Lg.961b:—Pass., ibid.; τοὺς εἰσφερομένους ὑπὸ τῶν ὑπάτων πρεσβευτάς Plb.35.4.5.
II Med., fut. ἐσοίσομαι E.Hel.664 (lyr.): lon. aor. I ἐσενείκασθαι Hdt. (v. infr.): pf. Pass. εἰσενήνεγμαι (v. infr.):—carry with one, sweep along, of a river, Il.11.495.
2 bring in for oneself, τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος Hdt.5.34, cf. Th.5.115:—so in Pass., σῖτον ἐσενηνεῖχθαι or σῖτον ἐσενηνέχθαι Hdt.9.41.
3 bring in with one, introduce, τοὔνομα ἐς τὴν ποίησιν Id.2.23; πῶμ' ηὗρε κεἰσηνέγκατο θνητοῖς E.Ba.279; [λόγον] ἐσφέρεσθαι to utter it, Id.Hel.664 (lyr.); ν' μνᾶς εἰς τὸν οἶκον εἰσενηνεγμένη = having brought 50 minae as a dowry into the family, D.27.4, cf.41.4; προῖκα εἰσενεγκαμένῃ Thphr. Char.22.10.
4 contribute, εἰσενήνεκται.. οὐκ ἔλαττον μ' μνῶν Lys.19.43, cf. Michel473.9 (Mylasa, ii B.C.); apply, employ, πᾶσαν εἰ. σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Plb.21.29.12, cf. Chrysipp.Stoic.2.293, IG22.1343.23, Inscr.Prien. 111.126 (i B.C.), D.S.1.84; ἀνδρείαν Onos.4.2; θάρσος J.AJ18.8.5; ἰσχύν ib.17.5.6; φιλονεικίαν Ael.VH12.64.
5 like προσφέρεσθαι, eat, Hp.VM3, Ant. Lib.11.1; drink water, Arist.GA767a32.
6 draw breath, Id.Somn.Vig.456a17.
IIIPass., to be brought in, be introduced, ἐσενειχθέντος σιδηρίου Hdt.9.37.
2 rush in, ἐς τὴν ὕλην Th.3.98.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσφέρω Il.11.495, Hdt.9.70, Th.3.19, Hp.Aër.8, E.Io.1179, IG 12(1).677.10 (Yaliso IV/III a.C.), IAE 43.26 (III a.C.)
• Morfología: [pres. inf. ἐσφέρɛ̄ν Sokolowski 3.97A.14 (Ceos V a.C.), ἐσφέρεν Sokolowski 3.170.2 (Cos III a.C.), εἰσφέρην IAdramytteion 34A.11 (IV a.C.); aor. ind. 1a sg. εἰσήνικα SEG 7.381 (Dura III d.C.), 3a plu. εἰσήνειγκαν IG 22.112.13 (IV a.C.), v. med. 3a sg. εἰσηνείκατο Didyma 142.18 (II a.C.), subj. 3a sg. ἐσενίκη IAdramytteion 34B.43 (IV a.C.), inf. ἐσένικαι IAdramytteion 34B.39 (IV a.C.), εἰσενέγκαι IKyme 13.17 (II a.C.), v. pas. εἰσενέχθην IKyme 19.49 (I a./d.C.)]
A c. mov. desde el sujeto
I 1llevar c. adv. o compl. de lugar ἐσθῆτά τε ἔσφερον εἴσω Od.7.6, τὰ δὲ ἄλλα ἐς τὠυτό ... ἐσήνεικαν τοῖσι Ἕλλησι pero el resto (del botín) lo llevaron al mismo lugar que los griegos Hdt.9.70, c. dat. de pers. o anim. πόλεμον ... Ἑλλήνων χθονί καὶ Φρυξί E.Hel.38, αὐτοῖς τὴν τροφήν Arist.HA 628a23, αὐτῷ οἶνον LXX Ge.27.25, c. πρός y ac. de pers. ταυτὶ ... λαβοῦσα πρὸς τὸν τρόφιμον ... εἴσφερε Men.Epit.201, tb. en v. med. πολλὰς δέ τε πεύκας ἐσφέρεται (el río) arrastra consigo multitud de pinos, Il.l.c., en v. pas. πᾶν ἀργύριον ... εἰς θησαυρόν LXX Io.6.19, τὸ αἷμα ... εἰς τὰ ἅγια Ep.Hebr.13.11, εἰσενέχθην δὲ αὐτὸν εἰς τὸ γυμνάσιον ὑπό ... τῶν ἐφάβων ... καὶ ἐντάφην IKyme 19.49 (I a./d.C.), σκευῶν εἰσενεχθέντων εἰς τὸν γάμον PMasp.121.14 (VI d.C.)
•c. ac. de pers. llevar, conducir μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς τὸν πειρασμόν Eu.Matt.6.13, βίᾳ βαστάξαντες με εἰσήνεγκαν εἰς τὸ λογιστήριον PAmh.77.22 (II d.C.), cf. POxy.1150.3 (VI d.C.)
•c. pron. refl. presentarse, acudir ἑαυ[τ] ὸν ... ἐπὶ τῇ ἑκάστου τῶν ἐντοπίων σωτηρίᾳ ἐσέφερε SEG 24.1217.11 (Egipto I a.C.)
•de documentos llevar, presentar εἰς τὸ βιβλιοφυλάκιον ... ὑπομνήματα POxy.237.5.24 (II d.C.), en v. pas. εἰς τὴν βουλὴν τὰ γραμματεῖα Arist.Ath.47.5, περὶ ὑπαλλαγμάτων εἰσφερομένων ὑπὸ Οὐαλερίου PTurner 23.7 (II d.C.).
2 pagar, aportar, entregar pagos debidos, figurados o reales, esp. sumas de dinero οὔτε τῖμον εἰσενείκας sin haber pagado tu parte Archil.216.2, τούτῳ ἔρανον εἰσενεγκεῖν aportarle mi contribución (a Eros), Pl.Smp.177c, πολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις X.Cyr.7.1.12, χρήματα τε ... ἄτοκα IEryth.21.7 (IV a.C.), τὰ χρήματα ἀναπόδοτα IKyme 13.17 (II a.C.), cf. Abh.Leipz.62(1).1969.40.14 (Astipalea III a.C.), οὐκ ὀλία παρ' ἑαυτῶν IClaros 1.M.2.50 (II a.C.), frec. ref. impuestos, contribuciones, etc. ὅσον εἰς τὴν πόλιν εἰσενηνόχασιν D.27.36, χρήματα X.Hier.9.7, χρήματα εἰς [τὸμ πόλε] μον εἰσφέρην IAdramytteion 34A.11 (IV a.C.), cf. Plu.Publ.12, εἰς τὴν ὁλοκαύτωσιν τῷ θεῷ ... δραχμὰς τρεῖς καὶ δέκα IAE l.c., εἰσενέγ και ἕκαστον τῶν πολιτῶν ... δραχμὰς πέντε FAmyzon 28.3 (II a.C.), εἰς δὲ τὴν ἀναγραφὴν τῆς στήλης ... τὸ γενόμενον ἀνάλωμα SEG 22.130.10 (Ramnunte II a.C.), τὰς εἰσφοράς IG 22.505.14 (IV a.C.), μεγάλας δ' εἰσφορὰς εἰσενηνοχόσι καὶ λελῃτουργηκόσι Lys.18.7, cf. Antipho 2.2.12, Str.14.3.3, τὰ εὐσεβῆ ὑμῶν τελέσματα PMasp.19.26 (VI d.C.), tb. ref. multas por violación de sepulcros εἰσοίσει εἰς τὸ ἐράριον δήμου Ῥωμαίων (δηνάρια) βφʹ ISmyrna 202.12 (imper.), τῇ βουλῇ ... τὰ αφʹ (δηνάρια) TAM 3(1).295 (Termeso, imper.), τῷ φίσκῳ (δηνάρια) ͵βφʹ GVI 1378 nota (Frigia II d.C.), cf. CRIA 176.4 (Sebastópolis, imper.)
•raro c. pred. ἐσενεγκόντες ... ἐσφοράν διακόσια τάλαντα Th.3.19
•en v. med. mismo sent. προῖκα πολλήν Thphr.Char.22.10, cf. D.27.4, Lys.19.43, δαπάνην πᾶσαν ἐκ τῶν ἰδίων SEG 42.558.12 (Macedonia I a.C.)
•abs. pagar, aportar dinero, contribuir οἱ ἐσενέγκαντες ἔστε δραχμὰς δέκα τὸ ἐλάχιστον los que han aportado dinero a partir de diez dracmas como mínimo, Abh.Leipz.62(1).1969.40.18 (Astipalea III a.C.), εἰς δὲ τὴν ἐπισκευὴν τούτων πάντων ... εἰσενεγκεῖν καθ' ὅ τι ἕκαστος δυνατός ἐστιν Rhamnonte 34.7 (III/II a.C.), cf. Pl.R.337d, D.21.157.
3 en v. med., c. ac. de abstr. ref. virtudes mostrar, poner de manifiesto ᾗ διὰ παντὸς εἰσφέρεται πρὸς τὴν πατρίδα εὐνοίᾳ IKyme 13.25 (II a.C.), cf. IAphrodisias 1.5.26 (I a.C.), ταμιεύσας πᾶσαν εἰσηνέγκατο σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν περὶ τῶν κοινῶν IG 22.1343.23 (I a.C.), cf. Plb.21.29.12, Chrysip.Stoic.2.293, Ael.VH 12.64, μεγάλην εἰσφέρονται σπουδὴν εἰς τὴν πολυτέλειαν τῆς τροφῆς D.S.1.84, ὑπὲρ τῆς χώρας αὐθεντικὴν εἰσεφέρετο σπουδήν IMylasa 134.2 (heleníst.), ἐντελῆ τὴν ἀνδρείαν εἰσφέρονται Onas.4.2, cf. IMylasa 411.8 (I d.C.), τοσαύτην εἰσηνέγκατο μεγαλοφροσύνην SEG 35.744.12 (Macedonia I d.C.), θάρσος I.AI 18.279.
4 en v. med., c. ac. de abstr. ref. penalidades o esfuerzo soportar, afrontar πᾶσαν κακοπαθίαν IMylasa 102.22 (II/I a.C.), πάντα πόνον IPr.89.12 (II a.C.) en SEG 30.1361, πολὺν ... μόχθον Eus.VC 3.26.2.
II c. idea de ‘introducir’
1 introducir, meter τὰ στρώματα ... ἐνδόσε Sokolowski 3.97A.14 (Ceos V a.C.), c. dat. πένθος ... δόμοις E.Ba.367, c. εἰς y ac. (ἀγγεῖον) ἐς ἀλέην Hp.Aër.8, γάμους δ' ἀνοσίους εἰσφέρων εἰς τὴν τέχνην introduciendo bodas impías como tema en el arte dramático, Ar.Ra.850, ὕδωρ ... εἰς τὰ οἰκήματα Thphr.CP 1.7.2, τὴν λυχνίαν ... ἐς τὸν ναόν LXX 1Ma.4.49, ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν Act.Ap.17.20, c. ἐν y dat. περιτυχὼν πέρδικι ... εἰσήνεγκεν ἐν τῇ οἰκίᾳ Aesop.23.2, en v. pas. ἔνθα σῖτόν τέ σφι ἐσενηνεῖχθαι πολλόν donde (decía que) se había introducido abundante trigo para ellos Hdt.9.41, cf. Aen.Tact.28.3, εἰσφερόμενα ὤνια mercancías importadas, SEG 38.1462.88 (Enoanda II d.C.)
•frec. en prohibiciones funerar. μηδενὸς ἔχοντος ... ἐξουσίαν πτῶμα ἀλλότριον εἰσενενκεῖν εἰς τὸ μνημεῖον ISmyrna 214.7 (imper.), cf. Sitz.Wien.265.1969.14.76 (Lidia I d.C.), μηδένα ἰσφέρειν ἀλλότριν νεκρόν SEG 24.1189.13 (Egipto I d.C.), cf. IEphesos 3292.6 (imper.)
•en leyes sagradas τάδε μὲν ἐσφέρɛ̄ν ἐς τὸ τέμενος Sokolowski 3.170.2 (Cos III a.C.), cf. IG 12(1).677.10 (Yaliso IV/III a.C.), ἀπαγορεύει ὁ θεός· μὴ εἰσφέρειν χρωμάτινον μηδὲ βαπτόν SEG 36.267.8 (Maratón I a.C.), μὴ εἰσφέρην δὲ μηδὲ ὅπλα πολεμιστήρια μηδὲ θνασίδιον Sokolowski 3.124.13 (Ereso II a.C.), cf. IStratonikeia 2.2, en v. med. τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος ἐσηνείκαντο transportaron al interior de los muros lo que tenían en los campos Hdt.5.34, cf. Th.5.115
•introducir como novedad ἀεὶ καινὰς ἰδέας εἰσφέρων σοφίζομαι Ar.Nu.547, καινὰ δαιμόνια de Sócrates, X.Mem.1.1.2, un nuevo guiso, Athenio 1.29, en v. med. mismo sent. τινα τῶν ... ποιητέων ... τοὔνομα εὑρόντα ἐς ποίησιν ἐσενείκασθαι Hdt.2.23, βότρυος ὑγρὸν πῶμ' ηὗρε κἀσηνέγκατο θνητοῖς inventó la húmeda bebida de la uva y la introdujo entre los hombres E.Ba.279
•inocular en sent. fig., c. dat. de pers. νόσον καινὴν γυναιξί E.Ba.353, δειλίαν ... τοῖς ἀλκίμοισιν E.Supp.540.
2 presentar, proponer, someter para su aprobación leyes, decretos, etc. γνώμην ἐσενεγκεῖν ἐς τὸν δῆμον someter una propuesta al pueblo Th.8.67, cf. Hdt.3.80, νόμον D.23.218, 24.19, δόγμα εἰσήνειγκαν εἰς τὴν βουλὴν δέχεσθαι τὴν συμμαχίαν IG 22.112.13 (IV a.C.), ψήφισμα IIasos 612.10 (II a.C.), (τὰς τιμάς) εἰσοίσουσιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν someterán (la concesión de honores) a la asamblea, Milet 1(3).138.23 (III a.C.), cf. IG 22.1343.29 (I a.C.), raro en v. med. τὸν γυμνασιαρχικὸν νόμον, ὃν εἰσηνέγκατο Ζώπυρος IBeroeae 1A.17 (II a.C.), en v. pas. τὰ εἰσφερόμενα = las mociones presentadas Arist.Pol.1298b33, ψηφίσματος εἰσενηνεγμένου IGLS 1261.10 (Laodicea II a.C.)
•abs. presentar una propuesta οὐκέτι ἐσήνεγκαν περὶ Ἀργείων ἐς τὰς βουλὰς ya no presentaron ninguna propuesta ante los consejos relativa a los argivos Th.5.38, raro c. ac. de pers. τὸν νέον ... εἰς τοὺς ἄλλους εἰσφέρειν = proponer el nombre del joven a los demás Pl.Lg.961b
•nombrar para un cargo, en v. pas. τοὺς εἰσφερομένους ὑπὸ τῶν ὑπάτων πρεσβευτάς = a los legados nombrados por los cónsules Plb.35.4.5; εἰσφέρειν λόγον = hacer una declaración, hablar Ar.V.413, οὐ μὴ γυναικῶν δειλὸν εἰσοίσεις λόγον = deja de pronunciar cobardes palabras de mujer E.Andr.757, en v. med. ἀπέπτυσα μὲν λόγον οἷον οἷον ἐσοισόμεθα = detesto lo que voy a declarar E.Hel.664.
B c. mov. hacia el sujeto
1 traer ἀφαρπάζειν χρεὼν οἰνηρὰ τεύχη σμικρά, μεγάλα δ' ἐσφέρειν hay que retirar las copas pequeñas de vino y traer las grandes E.Io.1179, πορθμίδας πολλῶν ἀγαθῶν ... γεμούσας Philox.Leuc.(e) 2, cf. Ar.V 1216, τὰς ἀρυταίνας PEnteux.82.3 (III a.C.), δοκὸν εἰσφέρει = trae un leño para el fuego AP 11.74 (Nicarch.), en v. pas. ἐσενειχθέντος κως σιδηρίου ἐκράτησε cogió un cuchillo que le había sido traido Hdt.9.37, ἡ λοπὰς νῦν εἰσφερέσθω πέντ' ἐφήβων ὠλέναις tráigase ahora la fuente de servir en brazos de cinco efebos, Com.Adesp.1146.33, ἀγωγὸς ὑδάτων εἰσφερομένων εἰς Κάνατα OGI 618.10 (Siria II d.C.)
•aportar, procurar ἰατρικὴ δὲ καὶ γυμναστικὴ τὴν μὲν ὠφέλειαν περὶ σῶμα εἰσενήγκαντο la medicina y la gimnasia han aportado (al hombre) un beneficio en lo relativo al cuerpo Aristid.Quint.2.1.
2 en v. med. ingerir ὠμά τε καὶ ἄκρητα Hp.VM 3, cf. Arist.GA 767a32, Ant.Lib.11.1, en v. pas. ἡ εἰσφερομένη τροφή Arist.PA 668b12, cf. Gal.17(2).535
•en v. med. inspirar en uso abs. οἱ εἰσφερόμενοι = los seres que toman aire Arist.Somn.Vig.456a17.
German (Pape)
[Seite 746] (s. φέρω), hineintragen, -bringen; εἴσω, Od. 7, 6; Xen. Hell. 5, 1, 21; πένθος εἰσοίσει δόμοις Eur. Bacch. 367; πόλεμον χθονί Hel. 38; νόσον γυναιξί Bacch. 353; pass., Xen. Conv. 2, 11; ἐς τὴν ὕλην ἐςφερόμενοι, in den Wald geratend, Thuc. 3, 98; einführen, νέον τι, = καινοτομέω, Plat. Legg. VII, 797 b; εἰς τοὺς ἄλλους XII, 961 b; λόγους καινούς Eur. Bacch. 650; vgl. Pol. 2, 58, 12; καινὰ δαιμόνια Xen. Mem. 1, 1; vgl. Eur. Bacch. 256. Von Speisen, auftragen, Comici. Von den Bienen, eintragen, Xen. Oec. 7, 3. – Bes. – a) von Abgaben u. dgl., beitragen, beisteuern, χρήματα, εἰσφοράς, ἔρανον, Plat. Rep. VIII, 551 e 568 d Conv. 177 c; vgl. Xen. Cyr. 7, 1, 12; Dem. 53, 8; ἀπό τινος χρήματα, Lys. 18, 21; Dem. 21, 157; ὅσον εἰς τὴν πόλιν εἰσενηνόχασι 27, 36; ἐςφορὰν διακόσια τάλαντα Thuc. 3, 19; τὴν οὐσίαν πᾶσαν Arist. Pol. 5, 11; auch τινὶ εἴς τι, Einem einen Beitrag wozu leisten, Dem. 53, 7; allgemeiner, πολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσενεγκεῖν Xen. Cyr. 7, 1, 12. – b) eine Meinung vorbringen, ein Gesetz vorschlagen; γνώμην Her. 3, 80; absolut, οὐκέτι εἰσήνεγκαν περὶ Ἀργείων εἰς τὰς βουλάς Thuc. 5, 38; vgl. 8, 67; ἡ βουλὴ ἐς τὴν ἐκκλησίαν εἰσήνεγκε τὴν ἑαυτῆς γνώμην Xen. Hell. 1, 7, 9. wie εἰς τὸν δῆμον 26; νόμον Dem. 24, 1; παρὰ ταῦτα νόμον εἰσενηνόχει ib. 19; worauf νόμισμα παράσημον εἰσφ. 24, 213 eine Anspielung enthält; δόγμα Aesch. 3, 116; τὶ πρὸς τὸν δῆμον Arist. Pol. 2, 9; sc. δίκην, einen Prozess einleiten, Dem. 23, 28. – c) Bericht erstatten; ἀγγελίας Her. 1, 114. 3, 77; absolut, εἰς τοὺς νομοφύλακας Plat. Legg. VI, 772 c; ψεῦδος Pol. 2, 58, 12. – Med., ποταμὸς πολλὰς δρῦς εἰσφέρεται, reißt in sich hinein, Il. 11, 495; für sich einbringen, σῖτον Thuc. 5, 115, wie εἰσενείκαντο τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος Her. 5, 34; εἰς τὸν οἶκον εἰσενεγκαμένη, von der Mitgift, Dem. 27, 4; allgemein, ἅπερ ἦν εἰς τὴν οὐσίαν εἰσενηνεγμένος 41, 4; – einführen, ἐς τὴν ποίησιν ἐςενείκασθαι Her. 2, 23. Bei Pol. u. Sp. oft übertr., σπουδήν, an den Tag legen, beweisen, Pol. 22, 12; D. Sic. 1, 84; ἐν λόγοις ἡδονήν Pol. 5, 74, 9 u. ä.
French (Bailly abrégé)
f. εἰσοίσω, ao.2 εἰσήνεγκον, etc.
1 porter dans, apporter, amener : τινὰς ἐς ναῦς XÉN embarquer des hommes (prisonniers) sur des navires ; χρήματα εἰς τὸν πόλεμον PLUT contribuer aux frais de la guerre ; πολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσενεγκεῖν XÉN se rendre mutuellement de nombreux et importants services;
2 fig. introduire : καινὰ δαιμόνια XÉN des divinités nouvelles ; γνώμην HDT produire un avis ; ἐσφέρειν περί τινος ἐς τὰς βουλάς THC proposer une résolution au sujet de qqn devant le Conseil ; νόμον DÉM proposer une loi;
Moy. εἰσφέρομαι (f. εἰσοίσομαι, ao. εἰσηνεγκάμην, etc.);
I. intr. se porter : ἐς ὕλην THC dans un bois;
II. tr. 1 porter dans, emporter : ποταμὸς δρῦς εἰσφέρεται IL le fleuve emporte des chênes dans son cours;
2 introduire pour soi, acc.;
3 appliquer à, apporter : φιλονεικίαν ÉL montrer du zèle pour rivaliser.
Étymologie: εἰς, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσφέρω: ион. и староатт. ἐσφέρω (fut. εἰσοίσω, aor. 2 εἰσήνεγκον)
1 вносить, приносить (ἐσθῆτα εἴσω Hom.; δεῖπνον εἰς τὴν οἰκίαν Xen.): μεγάλην εἰσφέρεσθαι σπουδὴν εἴς τι Diod. прилагать много стараний к чему-л.;
2 med. принимать внутрь, поглощать (πλεῖστον ὕδωρ Arst.) или вдыхать (οἱ μὲν εἰσφερόμενοι, οἱ δὲ μὴ ἀναπνέοντες Arst.);
3 заносить, уносить: ποταμὸς δρῦς ἀζαλέας ἐσφέρεται Hom. река уносит с собой высохшие дубы; ἐς τὴν ὕλην ἐσφέρεσθαι Thuc. забрести в лесную чащу;
4 грузить (τινὰς εἰς τὰς ναῦς Xen.);
5 ввозить, med. ввозить к себе (σῖτόν τε καὶ χρήσιμα Thuc.);
6 вносить, вводить (νέον τι Plat.; ἕτερα καινὰ δαιμόνια Xen.): Ἐμπεδοκλῆς πρῶτος ταύτην τὴν αἰτίαν διελὼν εἰσήνεγκεν Arst. Эмпедокл впервые расчленил эту причину;
7 вносить, добавлять (λόγους καινούς Eur.);
8 вносить, предлагать, представлять на утверждение (τὴν ἑαυτοῦ γνώμην εἰς τὴν ἐκκλησίαν Xen. или ἐς τὸν δῆμον Thuc. и πρὸς τὸν δῆμον Arst.; νόμους διά τινος Plut.);
9 (тж. εἰ. δίκην Plut.) возбуждать судебное дело Dem.;
10 вносить, уплачивать (ἔρανον Plat.; ἐσφορὰν διακόσια τάλαντα Thuc.; χρήματα εἰς τὸν πόλεμον Plut.): τὴν οὐσίαν ἅπασαν εἰσενηνοχέναι Arst. уплатить налоги в размере всего своего имущества; τὰ εἰσενεχθέντα Arst. внесенные деньги, Xen. вклад;
11 приносить, доставлять, сообщать (ἀγγελίας Her.);
12 доставлять, причинять, вызывать (πόλεμον Ἑλλήνων χθονὶ καί Φρυξί Eur.): πολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσενεγκεῖν Xen. оказать друг другу много услуг;
13 издавать, публиковать (ἀπολογισμούς Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσφέρω: μέλλ. εἰσοίσω: ἀόρ. α΄ εἰσήνεγκα: πρκμ. εἰσενήνοχα Ἀρχίλ. 64: ὑπερσυντ. -όχειν Δημ. 825. 3., 705. 26. Φέρω ἐντός, ἐσθῆτά τε ἔσφερον εἴσω Ὀδ. Η. 6· ἐσφ. ἀγγελίας Ἡρόδ. 1. 114· ἐς τωὐτὸ ἐσφ. ὁ αὐτ. 9. 70. 2) συνεισφέρω, τῖμον εἰσενεγκὼν Ἀρχίλ. 78. 1, χρήματα Ξεν. Ἱέρ. 9. 7, Ρήτορες· εἰσφ. τινί τι, κυρίως ἐπὶ ἐράνων, Πλάτ. Συμπ. 177C, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12, Δημ., κτλ.: - Ἐν Ἀθήναις, ἀποτίνω τὴν εἰσφοράν, (ἴδε τὴν λέξιν εἰσφορὰ ΙΙ), ἐσφ. ἐσφορὰν Θουκ. 3. 19, κτλ.· εἰσφορὰς Ἀντιφῶν 117. 33, Λυσ. 150. 1· καὶ ἀπολ., εἰσφ. εἰς τὴν πόλιν Δημ. 825. 3· εἰσφ. ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 565. 15· οὕτως, ἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12. 3) ἐπιφέρω, προξενῶ, (παθήματα) εἴς τινα, πένθος εἰσφ. δόμοις Εὐρ. Βάκχ. 367· νόσον γυναιξὶ αὐτόθι 353· πόλεμόν τινι ὁ αὐτ. Ἑλ. 38· δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι, προξενεῖ δειλίαν εἰς τοὺς θαρραλέους, τοὺς γενναίους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 540. 4) εἰσάγω, προτείνω, γνώμην Ἡρόδ. 3. 80· γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον Θουκ. 8. 67· εἰσφ. νόμον, Λατ. legem rogare, Δημ. 692. 26., 705. 26: - ἀπολ. ὡς τὸ Λατ. referre ad senatum, εἰσφ. εἰς τὴν βουλὴν περί τινος Θουκ. 5. 38, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 772C, 961B· τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ... Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 7: - Παθ. τὰ εἰσφερόμενα ψηφίσματα Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 15. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., εἰσενήνεγμαι (ἴδε κατωτ.): - φέρω μετ’ ἐμαυτοῦ, παρασύρω, παραφέρω, Ἰλ. Λ. 495. 2) εἰσφέρω δι’ ἐμαυτόν, εἰσκομίζω, Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 5. 115, κτλ. 3) εἰσάγω, ἐς τὴν ποίησιν Ἡρόδ. 2. 23· πῶμ’ εὗρε κεἰσηνέγκατο Εὐρ. Βάκχ. 279· λόγον ἐσφέρεσθαι, προφέρειν, κοινολογεῖν, λέγειν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 664· ν΄ μνᾶς εἰς τὸν οἶκον εἰσενηνεγμένη, εἰσκομίσασα μεθ’ ἑαυτῆς 50 μνᾶς ὡς προῖκα εἰς τὴν οἰκογένειαν, Δημ. 884. 12, πρβλ. 1029. 9· προῖκα εἰσενεγκαμένη Θεοφρ. Χαρ. 22· πρβλ. ἐπιφέρω ΙΙ. 1. 4) συνεισφέρω, εἰσενήνεκται... οὐκ ἔλαττον μ΄ μνῶν· καταβάλλω, πᾶσαν εἰσεφέρετο σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Πολύβ. 22. 12, 12· προξενῶ, πολλὴν ἐσεφέρετο φιλινικίαν Αἰλ. Π. Ἱστ. 12. 64. 5) ὡς τὸ προσφέρομαι, ἐσθίω, τρώγω, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 19, κτλ. ΙΙΙ. παθ., εἰσάγομαι, Ἡρόδ. 9. 37, 41. 2) εἰσορμῶ, ὡς τὸ εἰσπίπτω, Θουκ. 3. 98.
English (Strong)
from εἰς and φέρω; to carry inward (literally or figuratively): bring (in), lead into.
English (Thayer)
1st aorist ἐισήνεγκα; 2nd aorist ἐισηνεγκον; (present passive ἐισφέρομαι; from Homer down); to bring into, in or to;
a. τί, followed by εἰς with the accusative of place, τινα namely, εἰς τήν οἰκίαν, τινα ἐπί τάς συναγωγάς etc. T Tr text WH); τί εἰς τάς ἀκοάς τίνος, i. e. to tell one a thing, φέρειν τί εἰς τά ὦτα τίνος, Sophocles Aj. 149).
b. to lead into: τινα εἰς πειρασμόν, παρεισφέρω.)
Greek Monolingual
(AM εἰσφέρω)
1. φέρνω, τοποθετώ μέσα
2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῖν τοὺς πολίτας», Πλούτ.)
νεοελλ.
βοηθώ, συντελώ
μσν.
1. παρουσιάζω, απεικονίζω
2. ρέπω, κλίνω σε κάτι
αρχ.
1. εισέρχομαι
2. (στην Αθήνα) πληρώνω την «εισφορά»
3. επιφέρω, προξενώ δεινά
4. εισάγω, προτείνω
5. φέρνω μαζί μου, παρασύρω
6. εισάγω για τον εαυτό μου
7. εισηγούμαι κάτι καινούργιο
8. κοινολογώ, λέω
9. ορμώ
10. (για πολιτικές πράξεις) υποβάλλω σε κρίση, προτείνω
11. διορίζω, προτείνω διορισμό
12. μέσ. (για ενέργειες, καταστάσεις κ.λπ.) δείχνω, φανερώνω.
Greek Monotonic
εἰσφέρω: μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, παρακ. -ενήνοχα, υπερσ. -ενηνόχειν·
I. 1. φέρω, μεταφέρω μέσα ή προς, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. φέρνω μέσα, συνεισφέρω, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· στην Αθήνα, πληρώνω φόρο ιδιοκτησίας (βλ. εἰσφορά II), σε Θουκ.
3. επιφέρω (προξενώ) πάνω σε κάποιον, πένθος εἰσφ. δόμοις, σε Ευρ. κ.λπ.
4. εισάγω, παρουσιάζω, προβάλλω, εμφανίζω, προτείνω, σε Ηρόδ.· γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον, σε Θουκ.· εἰσφ. νόμον, Λατ. legemrogare, σε Δημ.· απόλ., όπως το Λατ. referre ad senatum, σε Θουκ.
II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., εἰσενήνεγμαι, συμπαρασύρομαι, παρασύρομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφέρω για τον εαυτό μου, εισάγω, σε Ηρόδ., Θουκ.
3. φέρνω, εισάγω μαζί μου, εισάγω, σε Ηρόδ., Ευρ.
III. 1. Παθ., μεταφέρομαι μέσα, αυτός που εισάγεται, σε Ηρόδ.
2. ορμώ μέσα, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. -οίσω aor1 -ήνεγκα perf. -ενήνοχα plup. -ενηνόχειν
I. to carry into or to, Od., Hdt.
2. to bring in, contribute, Plat., Xen., etc.:—at Athens, to pay the property-tax (v. εἰσφορά II), Thuc.
3. to bring (suffering) in or upon, πένθος εἰσφ. δόμοις Eur., etc.
4. to introduce, bring forward, propose, Hdt.; γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον Thuc.; εἰσφ. νόμον, Lat. legem rogare, Dem.:—absol., like Lat. referre ad senatum, Thuc.
II. Mid. with perf. pass. εἰσενήνεγμαι, to carry with one, sweep along, Il.
2. to bring in for oneself, to import, Hdt., Thuc.
3. to bring in with one, introduce, Hdt., Eur.
III. Pass. to be brought in, introduced, Hdt.
2. to rush in, Thuc.
Chinese
原文音譯:e„sfšrw 誒士-費羅
詞類次數:動詞(7)
原文字根:進入-搬 相當於: (יׄוצֵאת / יָצָא / צֵא)
字義溯源:搬向內,領進去,抬進去,遇,帶;由(εἰς)*=到,進入)與(φέρω)*=負擔,背)組成
出現次數:總共(8);太(1);路(4);徒(1);提前(1);來(1)
譯字彙編:
1) 你帶來(1) 徒17:20;
2) 帶(1) 來13:11;
3) 我們⋯帶(1) 提前6:7;
4) 他們帶(1) 路12:11;
5) 遇(1) 路11:4;
6) 抬進來(1) 路5:18;
7) 抬進去(1) 路5:19;
8) 進(1) 太6:13
Lexicon Thucydideum
afferre, to bring to, 6.46.3,
conferre (pecuniam), to contribute (money), 3.19.1, 8.45.5, 8.63.4,
ferre ad populum, to propose to the people vel or senatum, the senate, 5.38.4, 8.67.1, 8.67.2,
MED. inferre se, to betake oneself, enter, 3.98.2,
in urbem comportare, to convey into the city, 5.115.4.