καταγιγνώσκω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ μεταγενέστ. -γῑνώσκω: μέλλ. -γνώσομαι. Παρατηρῶ, [[ἀνακαλύπτω]], ἰδίως παρατηρῶ τι εἴς τινα βλάπτον τὴν ὑπόληψιν [[αὐτοῦ]], [[μετὰ]] γεν. προσ. Ι. [[καθόλου]], καταγνοὺς τοῦ γέροντας τοὺς τρόπους, παρατηρήσας τὰς ἀδυναμίας [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 46· πολλήν γέ μου κατέγνωκας δυστυχίαν,= δυστυχέστατόν γ’ ἐμὲ ἔγνωκας [[εἶναι]], Πλάτ. Ἀπολ. 25Α· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἐπιτήδεα καταγνόντες κατ’ [[ἐμεῦ]], κρίναντες περὶ ἐμοῦ οὐχὶ ὡς ἔπρεπεν, ἀδίκως ὑποπτεύσαντές με, Ἡρόδ. 6. 97· -καὶ [[μετὰ]] μετοχ., «τοὺς μὲν γὰρ εἰκῇ [[ταῦτα]] πράττοντας, ζημιουμένους ἑώρων, τοὺς δέ γνώμῃ συντεταγμένῃ ἐπιμελουμένους καὶ θᾶττον καὶ ῥᾷον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας», παρετήρησα ὅτι…, Ξεν. Οἰκ. 2. 18· τό [[χωρίον]] νοσερὸν ὄν καταγνόντες Διογ. Λ. 2. 109. ΙΙ. μετ’ αἰτ. κατηγορίας ἢ καταδίκης, [[ἐπιφέρω]] ὡς κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, ἀνανδρίην κ. τινός Ἱππ. 293. 30· κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Ἀντιφῶν 117. 36· δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός Λυσίας 141. 8., 163. 33· οὐδέν ἀγενὲς ὑμῶν [[καταγιγνώσκω]] Δημ. 563 ἐν τέλ.· κακίαν, ἀδικίαν, ψυχρότητα, μανίαν κ. τινὸς Πλάτ.: -Παθ., καταγνωσθεὶς δειλίαν, καταδικασθεὶς ἐπὶ δειλίᾳ, Διον. Ἁλ. 11. 22· κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ Διογ. Λ. 8. 54· κατεγνωσμένος Ἐπιστ. πρ. Γαλ. β', 11. 2) [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὅτι παρανόμων [[αὐτοῦ]] κατέγνωτε; Δημ. 790. 19., 1444. 16 ·τούτου μὴ καταγιγνώσκειν φόνον Λυσ. 1. 30. 3) μετ’ ἀπαρ., κ. [[ἑαυτοῦ]] ἀδικεῖν, κατηγορῶ ἐμαυτὸν ὡς ἀδικοῦντα, Λυσ. 158. 26, Αίσχίν. 29. 5., πρβλ. Δημ. 571, 11., 581. 1· κ. [[ἑαυτοῦ]] μή περιέσεσθαι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 36· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., διαβὰς δὲ ἐς Χίον (ὁ Ἱστιαῖος) ἐδέθη ὑπὸ Χίων καταγνωσθεὶς πρὸς αὐτῶν νεώτερα πρήσσειν, ὑποπτευθεὶς ὑπ’ αὐτῶν ὅτι.., Ἡρόδ. 6. 2· κ. [[αὐθέντης]] (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Ἀντιφῶν 123. 40: -οὕτω καί, ἐμοῦ… κατέγνωκας ὅτι [[εἰμὶ]] ἥττων τῶν καλῶν Πλάτ. Μένων 76C· κ. ὡς… ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 2Β,πρβλ. Θουκ. 6. 34. 4) μόνον [[μετὰ]] γεν. προσ., κατηγορῶ τινα, κ. τοῦ ἀνθρώπου Πλάτ. Δημόδοκος 382Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. ποινῆς, ἀποφασίζω [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδικάζω]] εἰς, κ. τινὸς θάνατον, ἐκδίδω ἀπόφασιν (καταδικαστικὴν) θανάτου [[ἐναντίον]] τινός, Λατ. damnare aliquem mortis, Θουκ. 6. 60· Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον, [[ἕνεκα]] Μηδισμοῦ, Ἰσοκρ. 73D· οὕτω, κ. τινὸς φυγὴν Ἀνδοκ. 14. 26, Λυσ. 143. 19· ([[ἐντεῦθεν]] ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 206Ε, ὁ Heind. προτιμᾷ τὴν ἀνάγνωσιν: μή καταγιγνώσκομεν τὸ μηδὲν εἰρηκέναι τοῦ ἀποφηναμένου, ἀντὶ τὸν ἀποφηνάμενον)· οὕτω, θάνατον, φυγὴν, κ. κατὰ τινος Διόδ. 18. 62., 19. 51.-Παθ., θάνατός τινος κατέγνωστο Ἀντιφῶν 137. 34· οὐδὲ ὧν [[θάνατος]] κατέγνωσται Ὅρκος Ἡλιαστῶν παρὰ Δημ. 746. 26· καταγνωσθεὶς θάνατον, καταδικασθεὶς εἰς θάνατον, Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 2. 35· ἀλλὰ θανάτῳ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 29· πρβλ. [[καταδικάζω]], [[κατακρίνω]]. 2) [[ὡσαύτως]], ἐπὶ δίκης, ἐκδίδω ἀπόφασιν [[ἐναντίον]] τινός, δίκην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1360· καὶ ἐν τῷ Παθ., μὴ ὀρθῶς καταγνωσθεῖσα Ἀντιφῶν 6. 3· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ διαγιγνώσκομαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 573. IV. περιφρονοῦμαι, νομιοῦσι μεγαλείως παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγιγνώσκεσθαι πάντες Πολύβ. 5. 27, 6. -Πρβλ. [[κατακρίνω]], [[καταδικάζω]].
|lstext='''καταγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ μεταγενέστ. -γῑνώσκω: μέλλ. -γνώσομαι. Παρατηρῶ, [[ἀνακαλύπτω]], ἰδίως παρατηρῶ τι εἴς τινα βλάπτον τὴν ὑπόληψιν [[αὐτοῦ]], μετὰ γεν. προσ. Ι. [[καθόλου]], καταγνοὺς τοῦ γέροντας τοὺς τρόπους, παρατηρήσας τὰς ἀδυναμίας [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 46· πολλήν γέ μου κατέγνωκας δυστυχίαν,= δυστυχέστατόν γ’ ἐμὲ ἔγνωκας [[εἶναι]], Πλάτ. Ἀπολ. 25Α· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἐπιτήδεα καταγνόντες κατ’ [[ἐμεῦ]], κρίναντες περὶ ἐμοῦ οὐχὶ ὡς ἔπρεπεν, ἀδίκως ὑποπτεύσαντές με, Ἡρόδ. 6. 97· -καὶ μετὰ μετοχ., «τοὺς μὲν γὰρ εἰκῇ [[ταῦτα]] πράττοντας, ζημιουμένους ἑώρων, τοὺς δέ γνώμῃ συντεταγμένῃ ἐπιμελουμένους καὶ θᾶττον καὶ ῥᾷον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας», παρετήρησα ὅτι…, Ξεν. Οἰκ. 2. 18· τό [[χωρίον]] νοσερὸν ὄν καταγνόντες Διογ. Λ. 2. 109. ΙΙ. μετ’ αἰτ. κατηγορίας ἢ καταδίκης, [[ἐπιφέρω]] ὡς κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, ἀνανδρίην κ. τινός Ἱππ. 293. 30· κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Ἀντιφῶν 117. 36· δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός Λυσίας 141. 8., 163. 33· οὐδέν ἀγενὲς ὑμῶν [[καταγιγνώσκω]] Δημ. 563 ἐν τέλ.· κακίαν, ἀδικίαν, ψυχρότητα, μανίαν κ. τινὸς Πλάτ.: -Παθ., καταγνωσθεὶς δειλίαν, καταδικασθεὶς ἐπὶ δειλίᾳ, Διον. Ἁλ. 11. 22· κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ Διογ. Λ. 8. 54· κατεγνωσμένος Ἐπιστ. πρ. Γαλ. β', 11. 2) [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὅτι παρανόμων [[αὐτοῦ]] κατέγνωτε; Δημ. 790. 19., 1444. 16 ·τούτου μὴ καταγιγνώσκειν φόνον Λυσ. 1. 30. 3) μετ’ ἀπαρ., κ. [[ἑαυτοῦ]] ἀδικεῖν, κατηγορῶ ἐμαυτὸν ὡς ἀδικοῦντα, Λυσ. 158. 26, Αίσχίν. 29. 5., πρβλ. Δημ. 571, 11., 581. 1· κ. [[ἑαυτοῦ]] μή περιέσεσθαι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 36· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., διαβὰς δὲ ἐς Χίον (ὁ Ἱστιαῖος) ἐδέθη ὑπὸ Χίων καταγνωσθεὶς πρὸς αὐτῶν νεώτερα πρήσσειν, ὑποπτευθεὶς ὑπ’ αὐτῶν ὅτι.., Ἡρόδ. 6. 2· κ. [[αὐθέντης]] (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Ἀντιφῶν 123. 40: -οὕτω καί, ἐμοῦ… κατέγνωκας ὅτι [[εἰμὶ]] ἥττων τῶν καλῶν Πλάτ. Μένων 76C· κ. ὡς… ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 2Β,πρβλ. Θουκ. 6. 34. 4) μόνον μετὰ γεν. προσ., κατηγορῶ τινα, κ. τοῦ ἀνθρώπου Πλάτ. Δημόδοκος 382Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. ποινῆς, ἀποφασίζω [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδικάζω]] εἰς, κ. τινὸς θάνατον, ἐκδίδω ἀπόφασιν (καταδικαστικὴν) θανάτου [[ἐναντίον]] τινός, Λατ. damnare aliquem mortis, Θουκ. 6. 60· Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον, [[ἕνεκα]] Μηδισμοῦ, Ἰσοκρ. 73D· οὕτω, κ. τινὸς φυγὴν Ἀνδοκ. 14. 26, Λυσ. 143. 19· ([[ἐντεῦθεν]] ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 206Ε, ὁ Heind. προτιμᾷ τὴν ἀνάγνωσιν: μή καταγιγνώσκομεν τὸ μηδὲν εἰρηκέναι τοῦ ἀποφηναμένου, ἀντὶ τὸν ἀποφηνάμενον)· οὕτω, θάνατον, φυγὴν, κ. κατὰ τινος Διόδ. 18. 62., 19. 51.-Παθ., θάνατός τινος κατέγνωστο Ἀντιφῶν 137. 34· οὐδὲ ὧν [[θάνατος]] κατέγνωσται Ὅρκος Ἡλιαστῶν παρὰ Δημ. 746. 26· καταγνωσθεὶς θάνατον, καταδικασθεὶς εἰς θάνατον, Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 2. 35· ἀλλὰ θανάτῳ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 29· πρβλ. [[καταδικάζω]], [[κατακρίνω]]. 2) [[ὡσαύτως]], ἐπὶ δίκης, ἐκδίδω ἀπόφασιν [[ἐναντίον]] τινός, δίκην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1360· καὶ ἐν τῷ Παθ., μὴ ὀρθῶς καταγνωσθεῖσα Ἀντιφῶν 6. 3· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ διαγιγνώσκομαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 573. IV. περιφρονοῦμαι, νομιοῦσι μεγαλείως παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγιγνώσκεσθαι πάντες Πολύβ. 5. 27, 6. -Πρβλ. [[κατακρίνω]], [[καταδικάζω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly