καταγιγνώσκω

English (LSJ)

Ion. and later καταγινώσκω, A fut. καταγνώσομαι Pl. Euthphr.2b:—remark, observe, esp. something to one's prejudice, c. gen. pers.:
I generally, καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους having observed his foibles, Ar.Eq.46; πολλήν γέ μου δυστυχίαν κατέγνωκας I have been very unfortunate by your way of it, Pl.Ap.25a; πολλὴν ἡμῶν ἐρημίαν Is.1.2; οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ. having formed unfavourable prejudices against one, Hdt.6.97: c. inf., of an unfavourable judgement, κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι Th.3.45, cf. 7.51; αὐτὸς ἐμαυτοῦ κατέγνων μὴ ἂν καρτερῆσαι X.Cyr.6.1.36, cf. Pl.Ti.19d: followed by ὅτι, ὡς, ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Pl.Men. 76c; οὐκ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς… ἀμελήσετε D.21.4 (but κατεγνωκότες ὅτι… ἐφθείρομεν despising us because… Th.6.34, cf. PMagd. 42.4 (iii B.C.), Jul.Or.3.108b): c. part., κ. τινὰ πράττοντα X.Oec.2.18, cf. Cyr.8.4.9; τὸ Χωρίον νοσερὸν καταγνόντες D.L.2.109:—Pass., to be judged unfavourably, be lightly esteemed, παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγινώσκεσθαι Plb.5.27.6; κατεγνωσμένος = despised, Philostr.VS2.29.
II c. acc. criminis, lay as a charge against a person, κ. ἑωυτῶν ἀνανδρείην Hp.Aër.22; κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Antipho 2.2.12; δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός, Lys.14.16, 21.21; οὐδὲν ἀγεννὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω D.21.152; ἑαυτῶν ἀδικίαν And.1.3; πολλὴν μανίαν, μωρίαν, Isoc.4.133, 5.21; σκληρότητα ἡμῶν καὶ ἀγροικίαν Pl.R. 607b; τοσαύτην ὑμῶν εὐήθειαν D.30.38: with genitive understood, οὐ γὰρ ἐκεῖνό γε (sc. σοῦ) καταγνώσομαι, ὡς… Pl.Euthphr.2b; later κ. κατά τινος τὸν φόνον Porph.Abst.2.30:—Pass., καταγνωσθεὶς δειλίαν being convicted of cowardice, D.H.11.22; κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ D.L.8.54; κατεγνωσμένος = self-condemned, Ep.Gal.2.11.
2 c. gen. criminis, παρανόμων κ. τινός D.25.67; παρανοίας ὑμῶν αὐτῶν Id.Prooemia 35: c. acc. pers., κ. τινὰ φόνου pronounce a verdict of pronounce a murder against…, Lex ap. Lys.1.30; μὴ καταγιγνώσκωμεν τὸ (fort. τοῦ) μηδὲν εἰρηκέναι τὸν ἀποφηνάμενον Pl.Tht.206e.
3 c. inf., κ. σφῶν αὐτῶν, ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, charge oneself with…, Lys.20.6, Aeschin.2.6, cf. D.21.175, 206; κ. ὡς… Isoc.9.78:—so in Pass., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν being suspected of doing, Hdt.6.2; κ. αὐθέντης (sc. εἶναι) Antipho 3.3.11; to be detected, ἔν τινι PFlor.175.16 (iii A.D.); also κατέγνωσται μελίκρητον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὡς καταγυιοῖ τοὺς πίνοντας Hp.Acut.56.
4 c. gen. pers. only, condemn, τοῦ ἀνθρώπου Pl.Demod.382e.
III c. acc. poenae, give judgement or sentence against a person, κ. τινὸς θάνατον pass sentence of death on one, Th.6.60; Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον for Medism, Isoc.4.157; κ. τινὸς φυγήν And.1.106; φυγὴν αὑτοῦ καταγνούς Lys.14.38: c. inf., κ. αὐτοῦ ἀποτεῖσαι τὰ Χρήματα D.56.18; later θάνατον, φυγὴν κ. κατά τινος, D.S.18.62, 19.51:—Pass., θάνατός τινος κατέγνωστο Antipho 5.70, cf. Lys.13.39, Jusj. ap. D.24.149; later καταγνωσθεὶς θανάτῳ Ael.VH12.49: abs., κατεγνώσθησαν they were condemned, Th.4.74, cf. And.4.8; τὸ ἀδίκημα κεκριμένον ἐστὶ καὶ κατεγνωσμένον Lycurg.52.
2 decide a suit, δίκην Ar.Eq.1360:—Pass., A.Eu.573 codd.; δίκη μὴ ὀρθῶς καταγνωσθεῖσα Antipho 6.3.

French (Bailly abrégé)

f. καταγνώσομαι, ao.2 κατέγνων, etc.
I. remarquer, se rendre compte;
II. avoir ou se faire une opinion, porter un jugement : τινος ὅτι ou ὡς penser de qqn que ; κ. ἑαυτοῦ μὴ ἂν καρτερῆσαι XÉN juger qu'on ne serait pas de force ; ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι THC juger qu'on ne pourra pas réussir ; τινα ὄντα, τινα πράττοντα juger qu'on est…, qu'on fait… ; en mauv. part :
1 accuser, blâmer : τινός τι, τι κατά τινος, τινός τινος accuser qqn de qch;
2 condamner : τινος θάνατον LYS, θάνατον κατά τινος prononcer la peine de mort contre qqn ; τινος θάνατον μηδισμοῦ ISOCR condamner qqn à mort pour crime de médisme ; τινα φόνου LYS condamner qqn pour meurtre ; abs. décider un procès.
Étymologie: κατά, γιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-γιγνώσκω, Ion. en later καταγινώσκω opmerken, bespeuren, meestal ongunstig:; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους het karakter van de oude man doorkrijgend Aristoph. Eq. 46; οὐδὲν ἀγεννὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω ik bespeur in u niets onbehoorlijks Dem. 21.152; iets van iem. denken, met gen. en ὅτι of ὡς:; ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν je hebt gemerkt dat ik niet tegen fraaie knapen bestand ben Plat. Men. 76c; οὐ γὰρ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς ik kan onmogelijk denken dat iemand van u... Dem. 21.4; met gen. en inf.:; κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι van zichzelf denken niet te zullen slagen Thuc. 3.45.1; αὐτὸς δ’ ἐμαυτοῦ κατέγνων μὴ ἂν καρτερῆσαι ik ben mijzelf ervan bewust dat ik misschien niet genoeg kracht heb Xen. Cyr. 6.1.36; met acc. en ptc.:; οὐχ ἡδομένως πράττοντά με κατέγνως; heb jij ooit gemerkt dat ik (iets) niet met liefde deed? Xen. Cyr. 8.4.9; abs. slecht van iem. denken:. κ. ὅτι αὐτοὺς οὐ μετὰ Λακεδαιμονίων ἐφθείρομεν zij hebben een lage dunk van ons, omdat wij niet getracht hebben samen met de Spartanen hen te vernietigen Thuc. 6.34.8. beschuldigen, met gen. van pers. en acc. van zaak:; κ. ἑωυτῶν ἀνανδρείην zichzelf onmachtigheid toeschrijven Hp. Aër. 22; τοῦ... ὑέος... δειλίαν κ. de zoon van lafheid beschuldigen Lys. 14.16; pass.: καταγνωσθεὶς... νεώτερα πρήσσειν πρήγματα ervan beschuldigd revolutionaire plannen te hebben Hdt. 6.2.2. veroordelen, met acc.:; κ. δίκην veroordeling uitspreken Aristoph. Eq. 1360; met gen. van pers. en acc. van straf:; τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον κ. degenen die wisten te ontsnappen ter dood veroordelen Thuc. 6.60.4; met gen. en inf.:; ὅσων... ἀδικεῖν ὑμεῖς κατεγνώκατε hoevelen u hebt veroordeeld wegens fout gedrag Dem. 21.175; met acc. v. d. straf en gen. v. d. misdaad:; θάνατον μηδισμοῦ κ. ter dood veroordelen vanwege heulen met de Perzen Isocr. 4.157; abs. pass.: κατεγνώσθησαν zij werden ter dood veroordeeld Thuc. 4.74.3.

German (Pape)

(γιγνώσκω), später καταγινώσκω;
1 anmerken, an Einem Etwas bemerken; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους Ar. Eq. 46, er merkte dem Alten seine Art ab; bes. von Nachteiligem od. Lächerlichem, τὸ χωρίον νοσερὸν καταγνόντας DL. 2.109; οὐ καταγνώσομαί γε σοῦ, ὅπερ τῶν ἄλλων καταγιγνώσκω, ich werde von dir das nicht erleben, Plat. Phaed. 116c; ἐμοῦ ἴσως κατέγνωκας, ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Men. 76c; ἐμαυτοῦ αὐτὸς κατέγνωκα μήποτ' ἂν δυνατὸς γενέσθαι ἐγκωμιάσαι Tim. 19d; Thuc. 3.45 οὐδείς που καταγνοὺς ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι; 7.51; überhaupt genau erkennen, ὅπως ἂν εὖ καταγνωσθῇ δίκη Aesch. Eum. 643; καταγνωσθεῖσα δίκη Antiph. 6.3; τοὺς γνώμῃ ἐπιμελουμένους θᾶττον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας Xen. Oec. 2.18; εἴπερ αὐτοὺς ἀγαθοὺς ὄντας κατέγνωσαν Ael. V.H. 14.15.
2Gew. gegen Einen Etwas urteilen, zu Jemandes Nachteil entscheiden, verurteilen, τινός τι, z.B. τῶν διαφυγόντων θάνατον, den Entflohenen den Tod zuerkennen, Thuc. 6.60; ὧν θάνατος κατέγνωσται Dem. 24.149; παρανόμων αὐτοῦ κατέγνωτε 25.67; τοῦτον φόνου, diesen wegen Mordes verurteilen, Lys. 1.30; πολλῶν μηδισμοῦ θάνατον κατέγνωσαν Isocr. 4.157; θάνατον, φυγὴν κατά τινος, DS. 18.62, 19.21; ἐκτίνειν τὸ καταγνωσθέν, wozu man verurteilt worden, Isocr. 12.10; Sp. auch καταγνωσθεὶς θανάτῳ, DS. 1.77; Ael. V.H. 12.49; c. in L, Paus. 4.24.2; auch einfach καταγιγνώσκων τοῦ ἀνθρώπου, verurteilen, Plat. Dem. 382e. Allgemeiner, πολλήν γ' ἐμοῦ κατέγνωκας δυστυχίαν, du hältst mich für sehr unglücklich, Plat. Apol. 25a; μὴ καί τινα σκληρότητα ἡμῶν καὶ ἀγροικίαν καταγνῶ Rep. X.607b; τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Antiph. 2 β 12; ἑαυτῶν ἀδικίαν Andoc. 1.3; δειλίαν τινός Lys. 14.16; τῶν ἀνθρώπων δυστυχίαν Isocr. 2.12, vgl. 3.40; πολλὴν μανίαν τινός 4.133, wie μωρίαν 5.21; πολλὴν ἐρημίαν ἡμῶν Isae. 1.2; τοσαύτην ἡμῶν εὐήθειαν κατέγνωκε Dem. 30.39. Her. vrbdt auch οὐκ ἐπιτήδεια καταγνόντες κατ' ἐμεῦ, 6.97; καταγνωσθεὶς πρὸς αὐτῶν νεώτερα πρήσσειν, beschuldigt, 6.2; δειλίαν καταγνωσθῆναι Dion.Hal. 11.22; σκεῦος καταγνωσθὲν ἀχρηστίαν, für unbrauchbar erklärt. – Καταγιγνώσκεσθαι, verachtet werden, Pol. 5.27.6.

Russian (Dvoretsky)

καταγιγνώσκω: поздн. καταγῑνώσκω (fut. καταγνώσομαι, aor. 2 κατέγνων)
1 замечать, подмечать, обнаруживать (κ. τοὺς τρόπους τινός Arph.): οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ. Her. находить в ком-л. отрицательные черты, т. е. быть о ком-л. неблагоприятного мнения;
2 считать, признавать, полагать (τὸ χωρίον νοσερόν Diog. L.): αὐτῶν κατεγνωκότων ἤδη μηκέτι κρεισσόνων εἶναι Thuc. поскольку они (афиняне) сами сознавали, что уже не имеют превосходства (над сиракузцами); καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν πράγματα Her. подозреваемый в подготовке переворота; πολλὴν γ᾽ ἐμοῦ κατέγνωκας δυοτυχίαν Her. большое же несчастье ты мне приписываешь;
3 винить, порицать (τινὸς δωροδοκίαν Lys.; τινὸς σκληρότητα καὶ ἀγροικίαν Plat.; τινὸς δειλίαν Plut.): κατεγνωομένος ἦν NT он навлек на себя упреки;
4 юр. вменять в вину, обвинять (τινὰ φόνου Lys.): καταγνόντες σφῶν αὐτῶν ἀδικεῖν Lys. сами сознавшись в своей вине;
5 выносить обвинительный приговор, осуждать, приговаривать (τινός Plat., NT; τινὸς θάνατον Lys., Isocr.; καταγνωσθεὶς θανάτῳ Diod.): κ. δίκην τινά Arph. вынести обвинительный приговор по какому-л. делу; κ. φυγὴν κατά τινος Diod. приговаривать кого-л. к изгнанию;
6 редко выносить приговор, решать: ὅπως ἂν εὖ καταγνωσθῇ (v.l. διαγνωσθῇ) δίκη Aesch. чтобы приговор был справедлив.

Greek (Liddell-Scott)

καταγιγνώσκω: Ἰων. καὶ μεταγενέστ. -γῑνώσκω: μέλλ. -γνώσομαι. Παρατηρῶ, ἀνακαλύπτω, ἰδίως παρατηρῶ τι εἴς τινα βλάπτον τὴν ὑπόληψιν αὐτοῦ, μετὰ γεν. προσ. Ι. καθόλου, καταγνοὺς τοῦ γέροντας τοὺς τρόπους, παρατηρήσας τὰς ἀδυναμίας αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 46· πολλήν γέ μου κατέγνωκας δυστυχίαν,= δυστυχέστατόν γ’ ἐμὲ ἔγνωκας εἶναι, Πλάτ. Ἀπολ. 25Α· ὡσαύτως, οὐκ ἐπιτήδεα καταγνόντες κατ’ ἐμεῦ, κρίναντες περὶ ἐμοῦ οὐχὶ ὡς ἔπρεπεν, ἀδίκως ὑποπτεύσαντές με, Ἡρόδ. 6. 97· -καὶ μετὰ μετοχ., «τοὺς μὲν γὰρ εἰκῇ ταῦτα πράττοντας, ζημιουμένους ἑώρων, τοὺς δέ γνώμῃ συντεταγμένῃ ἐπιμελουμένους καὶ θᾶττον καὶ ῥᾷον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας», παρετήρησα ὅτι…, Ξεν. Οἰκ. 2. 18· τό χωρίον νοσερὸν ὄν καταγνόντες Διογ. Λ. 2. 109. ΙΙ. μετ’ αἰτ. κατηγορίας ἢ καταδίκης, ἐπιφέρω ὡς κατηγορίαν ἐναντίον τινός, ἀνανδρίην κ. τινός Ἱππ. 293. 30· κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Ἀντιφῶν 117. 36· δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός Λυσίας 141. 8., 163. 33· οὐδέν ἀγενὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω Δημ. 563 ἐν τέλ.· κακίαν, ἀδικίαν, ψυχρότητα, μανίαν κ. τινὸς Πλάτ.: -Παθ., καταγνωσθεὶς δειλίαν, καταδικασθεὶς ἐπὶ δειλίᾳ, Διον. Ἁλ. 11. 22· κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ Διογ. Λ. 8. 54· κατεγνωσμένος Ἐπιστ. πρ. Γαλ. β', 11. 2) ὡσαύτως μετὰ γεν. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὅτι παρανόμων αὐτοῦ κατέγνωτε; Δημ. 790. 19., 1444. 16 ·τούτου μὴ καταγιγνώσκειν φόνον Λυσ. 1. 30. 3) μετ’ ἀπαρ., κ. ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, κατηγορῶ ἐμαυτὸν ὡς ἀδικοῦντα, Λυσ. 158. 26, Αίσχίν. 29. 5., πρβλ. Δημ. 571, 11., 581. 1· κ. ἑαυτοῦ μή περιέσεσθαι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 36· οὕτως ἐν τῷ Παθ., διαβὰς δὲ ἐς Χίον (ὁ Ἱστιαῖος) ἐδέθη ὑπὸ Χίων καταγνωσθεὶς πρὸς αὐτῶν νεώτερα πρήσσειν, ὑποπτευθεὶς ὑπ’ αὐτῶν ὅτι.., Ἡρόδ. 6. 2· κ. αὐθέντης (ἐξυπακ. εἶναι) Ἀντιφῶν 123. 40: -οὕτω καί, ἐμοῦ… κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Πλάτ. Μένων 76C· κ. ὡς… ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 2Β,πρβλ. Θουκ. 6. 34. 4) μόνον μετὰ γεν. προσ., κατηγορῶ τινα, κ. τοῦ ἀνθρώπου Πλάτ. Δημόδοκος 382Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. ποινῆς, ἀποφασίζω ἐναντίον τινός, καταδικάζω εἰς, κ. τινὸς θάνατον, ἐκδίδω ἀπόφασιν (καταδικαστικὴν) θανάτου ἐναντίον τινός, Λατ. damnare aliquem mortis, Θουκ. 6. 60· Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον, ἕνεκα Μηδισμοῦ, Ἰσοκρ. 73D· οὕτω, κ. τινὸς φυγὴν Ἀνδοκ. 14. 26, Λυσ. 143. 19· (ἐντεῦθεν ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 206Ε, ὁ Heind. προτιμᾷ τὴν ἀνάγνωσιν: μή καταγιγνώσκομεν τὸ μηδὲν εἰρηκέναι τοῦ ἀποφηναμένου, ἀντὶ τὸν ἀποφηνάμενον)· οὕτω, θάνατον, φυγὴν, κ. κατὰ τινος Διόδ. 18. 62., 19. 51.-Παθ., θάνατός τινος κατέγνωστο Ἀντιφῶν 137. 34· οὐδὲ ὧν θάνατος κατέγνωσται Ὅρκος Ἡλιαστῶν παρὰ Δημ. 746. 26· καταγνωσθεὶς θάνατον, καταδικασθεὶς εἰς θάνατον, Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 2. 35· ἀλλὰ θανάτῳ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 29· πρβλ. καταδικάζω, κατακρίνω. 2) ὡσαύτως, ἐπὶ δίκης, ἐκδίδω ἀπόφασιν ἐναντίον τινός, δίκην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1360· καὶ ἐν τῷ Παθ., μὴ ὀρθῶς καταγνωσθεῖσα Ἀντιφῶν 6. 3· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἁπλῶς ὡς τὸ διαγιγνώσκομαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 573. IV. περιφρονοῦμαι, νομιοῦσι μεγαλείως παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγιγνώσκεσθαι πάντες Πολύβ. 5. 27, 6. -Πρβλ. κατακρίνω, καταδικάζω.

Greek Monolingual

(AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω)
1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο
(α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.)
2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ.)
μσν.-αρχ.
παρατηρώ κάτι, αντιλαμβάνομαι («καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους», Αριστοφ.)
αρχ.
1. γνωρίζω κάτι ακριβώς
2. αποδίδω κάτι σε κάποιον («πολλήν γέ μου δυστυχίαν κατέγνωκας», Πλάτ.)
3. φρ. «καταγιγνώσκω δίκην» — εκδίδω απόφαση σε βάρος κάποιου.

Greek Monotonic

καταγιγνώσκω: Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι·
I. παρατηρώ, διαπιστώνω, ανακαλύπτω, ιδίως, κάτι που βλάπτει την υπόληψη κάποιου, οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ., έχοντας διαμορφώσει, σχηματίσει άδικες προκαταλήψεις, υποψίες εναντίον μου, σε Ηρόδ.· καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους, έχοντας παρατηρήσει τις αδυναμίες του, έχοντας διαπιστώσει τα αδύνατά του σημεία, σε Αριστοφ.
II. 1. με αιτ. κατηγορίας, επισύρω κατηγορία εναντίον κάποιου, κακίαν, ἀδικίαν κ. τινός, σε Πλάτ. — Παθ., μτχ. παρακ. κατεγνωσμένος, καταδικασμένος, σε Καινή Διαθήκη
2. με γεν. κατηγορίας, καταδίκης, παρανόμων κ. τινός, σε Δημ.
3. με απαρ., κ. ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, κατηγορώ τον εαυτό μου ότι έπραξε λάθος, ότι αδίκησε, σε Αισχίν.· ομοίως και, κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι, καταδίκασε τον εαυτό του με την ποινή του θανάτου, σε Θουκ. — Παθ., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν, υποπτευόμενος από αυτούς ότι έκανε, σε Ηρόδ.
III. 1. με αιτ. ποινής, εκδίδω απόφαση ή ποινή εναντίον κάποιου, κ. τινὸς θάνατον, εκδίδω απόφαση θανατικής ποινής, Λατ. damnare aliquem mortis, σε Θουκ. — Παθ., θάνατός τινος κατέγνωστο, παρά Δημ.
2. λέγεται για δίκη, εκδίδω απόφαση εναντίον κάποιου, αποφαίνομαι, δίκην, σε Αριστοφ. — Παθ., αποφασίζομαι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ionic and later -γῑνώσκω fut. -γνώσομαι
I. to remark, discover, esp. something to one's prejudice, οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ. having formed unfavourable prejudices against one, Hdt.; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους having observed his foibles, Ar.
II. c. acc. criminis, to lay as a charge against a person, κακίαν, ἀδικίαν κ. τινός Plat.:—Pass., perf. part. κατεγνωσμένος condemned, NTest.
2. c. gen. criminis, παρανόμων κ. τινός Dem.
3. c. inf., κ. ἑαυτοῦ ἀδικεῖν to charge oneself with wrong-doing, Aeschin.; so, κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι he passed sentence of non-survival against himself, Thuc.: Pass., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν being suspected of doing, Hdt.
III. c. acc. poenae, to give as judgment or sentence against a person, κ. τινὸς θάνατον to pass sentence of death on one, Lat. damnare aliquem mortis, Thuc.:—Pass., θάνατός τινος κατέγνωστο ap. Dem.
2. of a suit, to decide it against one, δίκην Ar.:—Pass. to be decided, Aesch.

Lexicon Thucydideum

iudicare (contemptim), to judge (scornfully), 3.45.1, 6.34.8, 7.51.1,
condemnare, to condemn, convict, 3.67.1, 3.81.2, 6.60.4, 6.61.7,
PASS. 4.74.3.