3,258,334
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύννοια''': Ἰων. -η, ἡ, ([[σύννοος]]) [[μελέτη]], [[θεωρία]], βαθεῖα [[σκέψις]], συννοίῃ ἐχόμενος, βεβυθισμένος εἰς βαθείας σκέψεις, Ἡρόδ. 1. 88 ἐμοί τοι, μή τι καὶ θεήλατον [[τοὖργον]] τόδ’, ἡ ξύννοια βουλεύει [[πάλαι]], ἡ [[σκέψις]] μου ἀπὸ πολλοῦ μοὶ λέγει, [[μήπως]] …, Σοφ. Ἀντ. 279· εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος Πλάτ. Πολ. 571D, πρβλ. Νόμ. 790Α· ἐπὶ συννοίᾳ ἢ -ας βαδίζειν Λουκ. Ἁλιεὺς 13, Κρονοσ. 11· ἐπὶ συννοίας γενέσθαι Ἀλκίφρων 3. 67· | |lstext='''σύννοια''': Ἰων. -η, ἡ, ([[σύννοος]]) [[μελέτη]], [[θεωρία]], βαθεῖα [[σκέψις]], συννοίῃ ἐχόμενος, βεβυθισμένος εἰς βαθείας σκέψεις, Ἡρόδ. 1. 88 ἐμοί τοι, μή τι καὶ θεήλατον [[τοὖργον]] τόδ’, ἡ ξύννοια βουλεύει [[πάλαι]], ἡ [[σκέψις]] μου ἀπὸ πολλοῦ μοὶ λέγει, [[μήπως]] …, Σοφ. Ἀντ. 279· εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος Πλάτ. Πολ. 571D, πρβλ. Νόμ. 790Α· ἐπὶ συννοίᾳ ἢ -ας βαδίζειν Λουκ. Ἁλιεὺς 13, Κρονοσ. 11· ἐπὶ συννοίας γενέσθαι Ἀλκίφρων 3. 67· μετὰ συννοίας ποιεῖν τι Ἀριστ. Προβλ. 18. 4. 2) [[σκέψις]] [[ἀνήσυχος]], ἀνησυχία, [[στενοχωρία]], συννοίᾳ δάπτομαι [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 437· ἐπὶ συννοίᾳ [[πόδα]] κυκλεῖν Εὐρ. Ὀρ. 632· σύννοιαν ὄμμασιν φέρων ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 381. ΙΙ. συννοίᾳ… [[οἷον]] δέδρακε, ἐκ ταῆς τύψεως ταῆς συνειδήσεως διὰ τὴν πρᾶξιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 805 ἑρμηνεύεται ἐν τοῖς Ὅροις τοῦ Πλάτ. 415Α, διὰ τοῦ: [[διάνοια]] μετὰ λύπης. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σύννους]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[σύννους]], να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, [[βύθιση]] σε σκέψεις, [[έγνοια]] που τήν προκαλεί η [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[περίσκεψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατήφεια]], [[σκυθρωπότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τύψη]] συνειδήσεως («συννοίᾳ θ' ἅμα [[οἷον]] δέδρακεν [[ἔργον]] Ἀνδρομάχην κτανεῖν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλάτ.</b>) «[[σύννοια]], | |mltxt=η, ΝΜΑ [[σύννους]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[σύννους]], να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, [[βύθιση]] σε σκέψεις, [[έγνοια]] που τήν προκαλεί η [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[περίσκεψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατήφεια]], [[σκυθρωπότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τύψη]] συνειδήσεως («συννοίᾳ θ' ἅμα [[οἷον]] δέδρακεν [[ἔργον]] Ἀνδρομάχην κτανεῖν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλάτ.</b>) «[[σύννοια]], μετὰ λύπης [[διάνοια]] [[ἄνευ]] λόγου». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |