σύννοια

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννοια Medium diacritics: σύννοια Low diacritics: σύννοια Capitals: ΣΥΝΝΟΙΑ
Transliteration A: sýnnoia Transliteration B: synnoia Transliteration C: synnoia Beta Code: su/nnoia

English (LSJ)

ἡ, (σύννοος)
A meditation, συννοίῃ (Ion.) ἐχόμενος wrapped in thought, Hdt.1.88; ἐμοὶ.. ἡ ξ. βουλεύει πάλαι S.Ant.279; εἰς σ. αὐτὸς αὑτῷ ἀφικέσθαι Pl.R. 571d, cf. Lg.790b; ἐπὶ συννοίᾳ or συννοίας βαδίζειν Luc.Pisc.13, Sat.11; ἐπὶ συννοίας γενέσθαι Alciphr.3.67; μετὰ συννοίας [ποιεῖν τι] Arist.Pr.917b39.
2 anxious thought, anxiety, συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ A.Pr.437; πόδ' ἐπὶ συννοίᾳ κυκλεῖς E. Or.632; σύννοιαν ὄμμασιν φέρων Id.Heracl.381, cf. Phld.Ir.p.72 W.
II συννοίᾳ.. οἷον δέδρακεν ἔργον remorse for the deed, E. Andr.805; expld. in Pl.Def.415e, by διάνοια μετὰ λύπης.

German (Pape)

[Seite 1028] ἡ, ion. συννοίη, Nachdenken, Überlegung; Her. 1, 88; ἐμοί τοι ἡ ξύννοια βουλεύει πάλαι, Soph. Ant. 279; συννοίῃ ἐχόμενος, Her. 1, 88; εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος, Plat. Rep. IX, 571 d, vgl. Legg. VII, 790 a. Bes. Bedenklichkeit, Sorge, συννοίᾳ δὲ δάπ τομαι κέαρ, Aesch. Prom. 435; σύννοιαν ὄμμασιν φέρων, Eur. Heracl. 382; Plat. def. 415 a wird erkl. σύννοια μετὰ λύπης διάνοια ἄνευ λόγου, die sich nicht ausspricht; ἐπὶ συννοίᾳ βαδίζειν, in Gedanken gehen, Luc. Pisc. 13; ὁ ἐπὶ συννοίας, in Gedanken, Scyth. 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 réflexion, méditation;
2 préoccupation, inquiétude, souci;
3 remords.
Étymologie: συννοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύννοια -ας, ἡ, Ion. συννοίη [σύννοος] overdenking, gepeins:. συννοίῃ ἐχόμενος in gepeins verzonken Hdt. 1.88.1; εἰς σύννοιαν... ἀφικόμενος tot inzicht gekomen Plat. Resp. 571d. bezorgdheid:. σύννοιαν ὄμμασιν φέρων met bezorgdheid in de ogen Eur. HF 381. wroeging. συννοίᾳ … οἷον δέδρακεν ἔργον met wroeging over wat zij gedaan heeft Eur. Andr. 805.

Russian (Dvoretsky)

σύννοια: ион. συννοίη
1 размышление, обдумывание Plat., Arst., Luc.: συννοίῃ ἐχόμενος Her. погруженный в размышления; ἐμοί τοι ἡ ξ. βουλεύει πάλαι Soph. я давно уже думаю об этом;
2 забота, тревога (συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ Aesch.): σύννοιαν ὄμμασιν φέρων Eur. с озабоченными глазами;
3 сознание своей вины, угрызение (σ. οἷον δέδρακε ἔργον Eur.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σύννους
1. το να είναι κανείς σύννους, να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, βύθιση σε σκέψεις, έγνοια που τήν προκαλεί η ανησυχία
2. βαθιά σκέψη, περίσκεψη
νεοελλ.
κατήφεια, σκυθρωπότητα
αρχ.
1. τύψη συνειδήσεως («συννοίᾳ θ' ἅμα οἷον δέδρακεν ἔργον Ἀνδρομάχην κτανεῖν», Ευρ.)
2. (κατά τον Πλάτ.) «σύννοια, μετὰ λύπης διάνοια ἄνευ λόγου».

Greek Monotonic

σύννοια: Ιων. -ίη,
1. στοχασμός, βαθιά σκέψη, διανόηση, σε Σοφ. κ.λπ.· συννοίῃ ἐχόμενος, βυθισμένος στις σκέψεις του, σε Ηρόδ.
2. εναγώνια σκέψη, ανησυχία, φροντίδα, στενοχώρια, σε Αισχύλ., Ευρ.· συννοίᾳ οἷον δέδρακε, από τις τύψεις του ό,τι έκανε, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύννοια: Ἰων. -η, ἡ, (σύννοος) μελέτη, θεωρία, βαθεῖα σκέψις, συννοίῃ ἐχόμενος, βεβυθισμένος εἰς βαθείας σκέψεις, Ἡρόδ. 1. 88 ἐμοί τοι, μή τι καὶ θεήλατον τοὖργον τόδ’, ἡ ξύννοια βουλεύει πάλαι, ἡ σκέψις μου ἀπὸ πολλοῦ μοὶ λέγει, μήπως …, Σοφ. Ἀντ. 279· εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος Πλάτ. Πολ. 571D, πρβλ. Νόμ. 790Α· ἐπὶ συννοίᾳ ἢ -ας βαδίζειν Λουκ. Ἁλιεὺς 13, Κρονοσ. 11· ἐπὶ συννοίας γενέσθαι Ἀλκίφρων 3. 67· μετὰ συννοίας ποιεῖν τι Ἀριστ. Προβλ. 18. 4. 2) σκέψις ἀνήσυχος, ἀνησυχία, στενοχωρία, συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 437· ἐπὶ συννοίᾳ πόδα κυκλεῖν Εὐρ. Ὀρ. 632· σύννοιαν ὄμμασιν φέρων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 381. ΙΙ. συννοίᾳ… οἷον δέδρακε, ἐκ ταῆς τύψεως ταῆς συνειδήσεως διὰ τὴν πρᾶξιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 805 ἑρμηνεύεται ἐν τοῖς Ὅροις τοῦ Πλάτ. 415Α, διὰ τοῦ: διάνοια μετὰ λύπης.

Middle Liddell

σύννοια, Ionic -ίη, ἡ, [from συννοέω
1. meditation, deep thought, Soph., etc.; συννοίῃ ἐχόμενος wrapt in thought, Hdt.
2. anxious thought, anxiety, Aesch., Eur.; συννοίᾳ οἷον δέδρακε by remorse for the deed, Eur.

English (Woodhouse)

anxiety, meditation, reflection, anxious thought, reflection

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)