ἀνάλγητος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάλγητος''': -ον, [[ἄνευ]] ἄλγους, καὶ [[ἑπομένως]]: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, [[ἀδιάφορος]], εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ [[ἀνάλγητος]], εἰ μηθὲν φοβοῖτο, [[μήτε]] σεισμὸν [[μήτε]] κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - [[ἀόργητος]], ἀντίθετον τῷ [[ὀργίλος]], ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων [[πρός]] τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ [[τέλος]]. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνοικτίρμων]], Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος [[εἶναι]], ἧττον [[εὐαίσθητος]], ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: [[μετὰ]] γεν., ἀν. εἶναί τινος, [[ἀναίσθητος]] [[πρός]] τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ [[ἄνευ]] ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον).
|lstext='''ἀνάλγητος''': -ον, [[ἄνευ]] ἄλγους, καὶ [[ἑπομένως]]: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, [[ἀδιάφορος]], εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ [[ἀνάλγητος]], εἰ μηθὲν φοβοῖτο, [[μήτε]] σεισμὸν [[μήτε]] κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - [[ἀόργητος]], ἀντίθετον τῷ [[ὀργίλος]], ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων [[πρός]] τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ [[τέλος]]. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνοικτίρμων]], Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος [[εἶναι]], ἧττον [[εὐαίσθητος]], ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: μετὰ γεν., ἀν. εἶναί τινος, [[ἀναίσθητος]] [[πρός]] τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ [[ἄνευ]] ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον).
}}
}}
{{bailly
{{bailly