ἀνάλγητος
English (LSJ)
ἀνάλγητον,
A without pain, and so:
I of persons, insensible to pain or insensible to danger, Meliss. ap. Arist.Xen.974a19, cf. EN1115b26.
2 unfeeling, hard-hearted, ruthless, S.Aj.946 (lyr.); ἀναλγητότερος εἶναι to feel less resentment, Th.3.40: c. gen., ἀνάλγητος γενέσθαι τινός to be insensible to, Plu.Aem.35. Adv. ἀναλγήτως = unfeelingly, S.Aj.1333; callously, ἀναλγήτως ἀκούειν Plu.2.46c.
II of things, not painful, ἀνάλγητα (sc. πράγματα) a lot free from pain, S.Tr.126.
2 cruel, πάθος E.Hipp.1386 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 insensible al dolor físico, Arist.Xen.974a19, cf. EN 1115b26, Luc.Tim.13, a la ira, Arist.EE 1221a16, al placer, Arist.EE 1231a33
•insensible, romo, UPZ 110.94 (II a.C.) (ap. crít.), Poll.5.121.
2 que no siente el dolor de otro, sin sentimientos, cruel ἀναλγήτων ... Ἀτρειδᾶν S.Ai.946, ἀναλγητότεροι ... τῶν ἐπιβουλευσάντων φανῆναι Th.3.40, μηδένα γενέσθαι ... τοῦ πάθους ἀνάλγητον Plu.Aem.35, cf. LXX Pr.14.23
•de abstr. τῆσδ' ἀναλγήτου πάθους de esta cruel tortura E.Hipp.1386.
II indoloro, que no causa dolor, no doloroso ἀνάλγητα ... πάντα S.Tr.126, ἔπειτα ὑποχονδρία καὶ πλευρά, εἰ ἀνάλγητα Hp.Acut.(Sp.) 22.
III adv. ἀναλγήτως = cruelmente S.Ai.1333
•insensiblemente ἀ. ... ἀκουστέον Plu.2.46c, cf. PPar.63.3.94.
German (Pape)
[Seite 195] schmerzlos, τὸ ἀν., Schmerzlosigkeit, Freiheit von Schmerz, Soph. Tr. 126, ch.; gew. unempfindlich, hart, Soph. Ai. 927; τὴν ὀσφύν Luc. Tim. 13; milder ist zu nehmen ἀναλγητότεροι φανῆναι, weniger empfindlich erscheinen, sich weniger gekränkt fühlen, Thuc. 3, 40; ἀν. εἶναί τινος, unempfindlich für etwas sein, Plut. Aem. Paul. 35. – Adv. ἀναλγήτως, Soph. Ai. 1312.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. en parl. de choses qui ne cause pas de douleur, exempt de douleur;
II. en parl. de pers.
1 insensible à la douleur ; au mor. engourdi, insensible;
2 insensible à la douleur (d'autrui), dur, cruel.
Étymologie: ἀ, ἀλγέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάλγητος:
1 безболезненный Soph.;
2 нечувствительный, невосприимчивый (Arst., Luc.; ἀ. τινος Plut.);
3 бесчувственный, равнодушный; безжалостный, жестокий Soph., Eur., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλγητος: -ον, ἄνευ ἄλγους, καὶ ἑπομένως: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, ἀδιάφορος, εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ ἀνάλγητος, εἰ μηθὲν φοβοῖτο, μήτε σεισμὸν μήτε κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - ἀόργητος, ἀντίθετον τῷ ὀργίλος, ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων πρός τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ τέλος. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, σκληροκάρδιος, ἀνοικτίρμων, Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος εἶναι, ἧττον εὐαίσθητος, ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: μετὰ γεν., ἀν. εἶναί τινος, ἀναίσθητος πρός τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἄνευ ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) σκληρός, ἀνηλεής, πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάλγητος, -ον)
(για ανθρώπους)
1. αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, ο μη ευαίσθητος στους πόνους, αναίσθητος
2. ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, άστοργος
αρχ.
(για πράγματα)
1. αυτός που δεν προξενεί πόνο, λύπη
2. ανηλεής, σκληρός
3. (για πρόσωπα) μη ευαίσθητος, απρόθυμος για εκδίκηση (Θουκ. Γ, 40).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀλγῶ.
ΠΑΡ. αναλγησία
νεοελλ.
αναλγητικός].
Greek Monotonic
ἀνάλγητος: -ον (ἀλγέω), χωρίς πόνο, και ομοίως,
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αναίσθητος, αδιάφορος στον πόνο, σε Αριστ.
2. σκληρόκαρδος, ανοικτίρμων, αδίστακτος, σε Σοφ.· ἀναλγητότερος εἶναι, λιγότερο θλιμμένος, σε Θουκ.· με γεν., ἀν. εἶναί τινος, αναίσθητος ως προς κάτι, σε Πλούτ.· επίρρ. -τως, αναίσθητα, ανηλεώς, σε Σοφ.
II. λέγεται για πράγματα, μη επώδυνος, στον ίδ.
2. σκληρός, ανηλεής, πάθος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἀλγέω
without pain, and so:
I. of persons, insensible to pain, Arist.
2. unfeeling, hard-hearted, ruthless, Soph.; ἀναλγητότερος εἶναι to feel less grieved, Thuc.: c. gen., ἀν. εἶναί τινος to be insensible to, Plut.:—adv. -τως, unfeelingly, Soph.
II. of things, not painful, Soph.
2. cruel, πάθος Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν αἰσθάνεται πόνο, ἀναίσθητος, σκληρόκαρδος). Ἀπό τό α στερητ. + ἀλγῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἀλγηδών.
Lexicon Thucydideum
Translations
painless
Afrikaans: pynloos; Arabic: غَيْر مُؤْلِم; Azerbaijani: ağrısız; Belarusian: бязбольны; Bulgarian: безболезнен; Catalan: indolor; Chinese Mandarin: 無痛, 无痛; Czech: bezbolestný; Danish: smertefri; Dutch: pijnloos; Estonian: valutu; Finnish: kivuton; French: indolore; Georgian: უმტკივნეულო; German: schmerzlos, schmerzfrei; Greek: ανώδυνος, άπονος; Ancient Greek: ἀνάλγητος, ἄλυπος, ἀλύπητος; Hungarian: fájdalommentes; Italian: indolore; Japanese: 無痛; Manx: neuphiandagh; Maori: kore mamae; Norwegian Bokmål: smertefri; Nynorsk: smertefri; Polish: bezbolesny; Portuguese: indolor; Romanian: nedureros, fără durere; Russian: безболезненный; Serbo-Croatian Cyrillic: безболан; Roman: bezbolan; Spanish: sin dolor, indoloro; Swedish: smärtfri; Turkish: ağrısız, acısız; Ukrainian: безболісний; West Frisian: pynleas