ἐπεισάγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισάγω''': [[εἰσάγω]] [[προσέτι]], ἰδίως ἐπὶ τοῦ λαμβάνειν δευτέραν γυναῖκα, ὁ παισὶν αὑτοῦ μητρυιὰν ἐπεισάγων Κωμ. Ἀνώνυμ. 50. 3· ἐπεισαγαγὼν Κλεοπάτραν τῇ Ὀλυμπιάδι, περὶ τοῦ βασιλέως τῆς Μακεδ. Φιλίππου, Ἀθήν. 557D· ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν (ἐν ᾗ δηλ. ἦν ἡ [[νόμιμος]] γυνὴ [[αὐτοῦ]]) ἑταίρας, ὥστ’ ἠνάγκασε τὴν γυναῖκα σωφρονεστάτην οὖσαν ἀπολιπεῖν, περὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Ἀνδοκ. 4. 14· τινὰς εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 5187α. 25. ― Παθ., οἱ ἐπεισαχθέντες, οἱ νεωστὶ γενόμενοι πολῖται, Διον. Ἁλ. 2, 56, Λουκ. Πλοῖον ἢ Ευχαὶ 33. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] πρὸς τοῖς ἄλλοις, ἐπεισαγόμενος νέους ἑταίρους Πλάτ. Πολ. 575D· [[εἰσάγω]] καὶ ἄλλους πρὸς τοὺς ἤδη ὄντας, ἤ τινας ἐπεισαγόμενοί ποθεν ἄλλους [[ἔξωθεν]] πολίτας ὁ αὐτ. Πολιτ. 293D. 2) [[εἰσάγω]] τι νέον ἄσχετον πρὸς τὰ παρόντα, Αἰσχίν. 1. 52, 1, κτλ.· [[εἰσάγω]] τι νέον, [[ἄλλην]] ἐπεισῆγε μηχανήν, ἐφεῦρε νέαν [[ἄλλην]] πανουργίαν, Πολύβ. 32. 21, 11. 3) [[εἰσάγω]], [[κομίζω]] ἐντὸς πρὸς τοῖς ἄλλοις, χορείαν ἢ τράπεζαν δευτέραν Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· [[εἰσάγω]] εἰς τὴν σκηνὴν [[δρᾶμα]] μετά τι, τῶν τραγικῶν ποιητῶν τῶν [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἐπεισαγόντων, τῶν εἰσαγόντων [[δρᾶμα]] εἰς τὸ [[θέατρον]] [[μετὰ]] τὰς ἀναρρήσεις τῶν στεφάνων, Αἰσχίν. 86. 38, Πολύβ. 24. 8, 12.
|lstext='''ἐπεισάγω''': [[εἰσάγω]] [[προσέτι]], ἰδίως ἐπὶ τοῦ λαμβάνειν δευτέραν γυναῖκα, ὁ παισὶν αὑτοῦ μητρυιὰν ἐπεισάγων Κωμ. Ἀνώνυμ. 50. 3· ἐπεισαγαγὼν Κλεοπάτραν τῇ Ὀλυμπιάδι, περὶ τοῦ βασιλέως τῆς Μακεδ. Φιλίππου, Ἀθήν. 557D· ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν (ἐν ᾗ δηλ. ἦν ἡ [[νόμιμος]] γυνὴ [[αὐτοῦ]]) ἑταίρας, ὥστ’ ἠνάγκασε τὴν γυναῖκα σωφρονεστάτην οὖσαν ἀπολιπεῖν, περὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Ἀνδοκ. 4. 14· τινὰς εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 5187α. 25. ― Παθ., οἱ ἐπεισαχθέντες, οἱ νεωστὶ γενόμενοι πολῖται, Διον. Ἁλ. 2, 56, Λουκ. Πλοῖον ἢ Ευχαὶ 33. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] πρὸς τοῖς ἄλλοις, ἐπεισαγόμενος νέους ἑταίρους Πλάτ. Πολ. 575D· [[εἰσάγω]] καὶ ἄλλους πρὸς τοὺς ἤδη ὄντας, ἤ τινας ἐπεισαγόμενοί ποθεν ἄλλους [[ἔξωθεν]] πολίτας ὁ αὐτ. Πολιτ. 293D. 2) [[εἰσάγω]] τι νέον ἄσχετον πρὸς τὰ παρόντα, Αἰσχίν. 1. 52, 1, κτλ.· [[εἰσάγω]] τι νέον, [[ἄλλην]] ἐπεισῆγε μηχανήν, ἐφεῦρε νέαν [[ἄλλην]] πανουργίαν, Πολύβ. 32. 21, 11. 3) [[εἰσάγω]], [[κομίζω]] ἐντὸς πρὸς τοῖς ἄλλοις, χορείαν ἢ τράπεζαν δευτέραν Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· [[εἰσάγω]] εἰς τὴν σκηνὴν [[δρᾶμα]] μετά τι, τῶν τραγικῶν ποιητῶν τῶν μετὰ [[ταῦτα]] ἐπεισαγόντων, τῶν εἰσαγόντων [[δρᾶμα]] εἰς τὸ [[θέατρον]] μετὰ τὰς ἀναρρήσεις τῶν στεφάνων, Αἰσχίν. 86. 38, Πολύβ. 24. 8, 12.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισάγω]] (Α) [[εισάγω]]<br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] στο [[σπίτι]] δεύτερη σύζυγο ή [[παλλακίδα]] («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] νέο, [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] καινούργιο («[[ἄλλην]] ἐπεισῆγε μηχανήν» — επινόησε νέα [[πανουργία]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] επί [[πλέον]] («ἐπεισῆγε τράπεζαν δευτέραν», Αντιφάν.)<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]] [[δράμα]] στο [[θέατρο]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν τραγικῶν τῶν [[μετὰ]] ταῡτα ἐπεισαγόντων»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>επεισάγομαι</i><br />[[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου [[εκτός]] από τους άλλους («ἐπεισαγόμένος νέους ἑταίρους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]], καταγράφομαι πρόσφατα («οἱ ἐπεισαχθέντες» — αυτοί που πρόσφατα καταγράφηκαν ως πολίτες).
|mltxt=[[ἐπεισάγω]] (Α) [[εισάγω]]<br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] στο [[σπίτι]] δεύτερη σύζυγο ή [[παλλακίδα]] («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] νέο, [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] καινούργιο («[[ἄλλην]] ἐπεισῆγε μηχανήν» — επινόησε νέα [[πανουργία]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] επί [[πλέον]] («ἐπεισῆγε τράπεζαν δευτέραν», Αντιφάν.)<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]] [[δράμα]] στο [[θέατρο]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν τραγικῶν τῶν μετὰ ταῡτα ἐπεισαγόντων»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>επεισάγομαι</i><br />[[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου [[εκτός]] από τους άλλους («ἐπεισαγόμένος νέους ἑταίρους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]], καταγράφομαι πρόσφατα («οἱ ἐπεισαχθέντες» — αυτοί που πρόσφατα καταγράφηκαν ως πολίτες).
}}
}}
{{lsm
{{lsm