ἐπεισάγω
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
English (LSJ)
[ᾰ],
A bring in besides or bring in over, especially of bringing in a second wife, ὁ παισὶν αὑτοῦ μητρυιὰν ἐπεισάγων Com.Adesp.110.3; ἐ. [τὴν Κλεοπάτραν] τῇ Ὀλυμπιάδι Satyr.5; ἐπεισάγω ἑταίρας εἰς τὴν οἰκίαν (i.e. besides one's wife), And.4.14 (so in Med., γυναῖκα ἄλλην ἐπεισάγεσθαι ἐφ' ὕβρει Δημητρίας PEleph.1.8 (iv B.C.)); τινὰς εἰς τὸ δικαστήριον dub. in CIG5187a25 (Ptolemais):—Pass., οἱ ἐπεισαχθέντες the newly made citizens, D.H.2.56, cf. Luc.Nav.33:—Med., introduce besides, νέους ἑταίρους Pl.R.575d, cf. Plt.293d.
2 bring in something new or strange, ἔξωθεν Aeschin.1.166, etc.; ἐ. ἄλλην μηχανήν Plb.32.5.11; νόμον introduce, Jul.Or.2.88d:—Med., ὕδωρ ἐπὶ τόπους Plb.10.28.3.
3 bring on besides, χορείαν ἢ τράπεζαν δευτέραν Antiph.174.1; bring next upon the stage, Aeschin.3.231; δρᾶμα Plb. 23.10.12.
4 Med., draw in, τὸν οὐρανὸν ἐπεισάγεσθαι ἐκ τοῦ ἀπείρου χρόνον τε καὶ πνοὴν καὶ τὸ κενόν Arist.Fr.201.
German (Pape)
[Seite 911] (s. ἄγω), außerdem noch einführen, hinzuführen; χορείαν ἢ τράπεζαν δευτέραν Antiphan. bei Ath. XIV, 642 a; εἰς τὴν οἰκίαν ἑταίρας, nämlich außer der Frau noch, Andoc. 4, 14; bes. eine zweite Frau, den Kindern eine Stiefmutter ins Haus bringen, p. bei D. Sic. 12, 14; Hel. 1, 9; vgl. Ath. XIII, 557 d; οἱ ἐπεισαχθέντες, später aufgenommene Bürger, D. Hal. 2, 56; μηχανήν Pol. 32, 21, 11; τούτῳ τῷ στρατηγήματι ἄλλο ἐπ. D. Sic. 16, 68; noch dazu aufs Theater bringen, Aesch. 3, 231; Plut. – Med. für sich, zu sich einbringen, ἄλλους ἔξωθεν Plat. Polit. 293 d; νέοις ἑταίρους Rep. IX, 375 d; Plut.
French (Bailly abrégé)
introduire en outre, introduire un nouveau venu ou qch de nouveau;
Moy. ἐπεισάγομαι introduire en outre pour soi ou chez soi, acc..
Étymologie: ἐπί, εἰσάγω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισάγω:
1 (сверх, помимо или вновь) вводить (παισὶν αὑτοῦ μητρυιάν Diod.; τὰς ξένας φωνὰς τοῖς ἀκροατηρίοις Plut.; med.: νέους ἑταίρους Plat.; ἔξωθέν τι Aeschin., Plut.);
2 вводить, заводить, (впервые) применять (ἄλλην μηχανήν Polyb.);
3 (впервые), ставить на сцену, инсценировать, (sc. δρᾶμα Aeschin., Polyb.);
4 вводить взамен, заменять (τούτῳ τῷ στρατηγήματι ἕτερον Diod.);
5 насаждать, прививать (στάσιν τῇ Ῥώμῃ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισάγω: εἰσάγω προσέτι, ἰδίως ἐπὶ τοῦ λαμβάνειν δευτέραν γυναῖκα, ὁ παισὶν αὑτοῦ μητρυιὰν ἐπεισάγων Κωμ. Ἀνώνυμ. 50. 3· ἐπεισαγαγὼν Κλεοπάτραν τῇ Ὀλυμπιάδι, περὶ τοῦ βασιλέως τῆς Μακεδ. Φιλίππου, Ἀθήν. 557D· ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν (ἐν ᾗ δηλ. ἦν ἡ νόμιμος γυνὴ αὐτοῦ) ἑταίρας, ὥστ’ ἠνάγκασε τὴν γυναῖκα σωφρονεστάτην οὖσαν ἀπολιπεῖν, περὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Ἀνδοκ. 4. 14· τινὰς εἰς τὸ δικαστήριον Συλλ. Ἐπιγρ. 5187α. 25. ― Παθ., οἱ ἐπεισαχθέντες, οἱ νεωστὶ γενόμενοι πολῖται, Διον. Ἁλ. 2, 56, Λουκ. Πλοῖον ἢ Ευχαὶ 33. ― Μέσ., λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ πρὸς τοῖς ἄλλοις, ἐπεισαγόμενος νέους ἑταίρους Πλάτ. Πολ. 575D· εἰσάγω καὶ ἄλλους πρὸς τοὺς ἤδη ὄντας, ἤ τινας ἐπεισαγόμενοί ποθεν ἄλλους ἔξωθεν πολίτας ὁ αὐτ. Πολιτ. 293D. 2) εἰσάγω τι νέον ἄσχετον πρὸς τὰ παρόντα, Αἰσχίν. 1. 52, 1, κτλ.· εἰσάγω τι νέον, ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν, ἐφεῦρε νέαν ἄλλην πανουργίαν, Πολύβ. 32. 21, 11. 3) εἰσάγω, κομίζω ἐντὸς πρὸς τοῖς ἄλλοις, χορείαν ἢ τράπεζαν δευτέραν Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· εἰσάγω εἰς τὴν σκηνὴν δρᾶμα μετά τι, τῶν τραγικῶν ποιητῶν τῶν μετὰ ταῦτα ἐπεισαγόντων, τῶν εἰσαγόντων δρᾶμα εἰς τὸ θέατρον μετὰ τὰς ἀναρρήσεις τῶν στεφάνων, Αἰσχίν. 86. 38, Πολύβ. 24. 8, 12.
Greek Monolingual
ἐπεισάγω (Α) εισάγω
1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῦ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.)
2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» — επινόησε νέα πανουργία, Πολ.)
3. φέρνω επί πλέον («ἐπεισῆγε τράπεζαν δευτέραν», Αντιφάν.)
4. εισάγω, παρουσιάζω δράμα στο θέατρο μετά από κάτι άλλο («τῶν τραγικῶν τῶν μετὰ ταῦτα ἐπεισαγόντων»)
5. μέσ. επεισάγομαι
παίρνω κάποιον μαζί μου εκτός από τους άλλους («ἐπεισαγόμένος νέους ἑταίρους», Πλάτ.)
6. παθ. έρχομαι, καταγράφομαι πρόσφατα («οἱ ἐπεισαχθέντες» — αυτοί που πρόσφατα καταγράφηκαν ως πολίτες).
Greek Monotonic
ἐπεισάγω: μέλ. -ξω, εισάγω επιπλέον, φέρνω μέσα κάτι καινούριο, σε Αισχίν. — Μέσ., εισάγομαι επιπλέον, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. ξω
to bring in besides, to bring in something new, Aeschin.:—Mid. to introduce besides, Plat.