γραφειοκράτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που ασκεί την [[υπηρεσία]] του με γραφειοκρατική [[νοοτροπία]] και [[συμπεριφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου<br /><b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>bureaucrate</i>, νόθο σύνθετο <span style="color: red;"><</span> <i>bureau</i> «[[γραφείο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>crate</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κράτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]. Η λ. <i>γραφειοκράται</i> <b>πληθ.</b> μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].
|mltxt=ο<br />αυτός που ασκεί την [[υπηρεσία]] του με γραφειοκρατική [[νοοτροπία]] και [[συμπεριφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου<br />[[πρβλ]]. γαλλ. <i>bureaucrate</i>, νόθο σύνθετο <span style="color: red;"><</span> <i>bureau</i> «[[γραφείο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>crate</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κράτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]. Η λ. <i>γραφειοκράται</i> <b>πληθ.</b> μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].
}}
}}

Latest revision as of 08:31, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που ασκεί την υπηρεσία του με γραφειοκρατική νοοτροπία και συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. γαλλ. bureaucrate, νόθο σύνθετο < bureau «γραφείο» + -crate < -κράτης < κράτος. Η λ. γραφειοκράται πληθ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].