3,274,123
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δείελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δειλινό]] («δείελον [[ἦμαρ]]», «[[δείελος]] ὥρη»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) το [[δειλινό]] (α. «ποτὲ δείελον» β. «ὑπὸ δείελον» — [[κατά]] το [[δειλινό]])<br />β) [[δειελίη]]<br />το βραδινό [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE <i>deus</i>- «βυθίζομαι, [[βουλιάζω]]». Ο τ. [[δείελος]] χρησιμοποιήθηκε [[αντί]] του [[δέελος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δεύσελος</i>, για μετρικούς λόγους ( | |mltxt=[[δείελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δειλινό]] («δείελον [[ἦμαρ]]», «[[δείελος]] ὥρη»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) το [[δειλινό]] (α. «ποτὲ δείελον» β. «ὑπὸ δείελον» — [[κατά]] το [[δειλινό]])<br />β) [[δειελίη]]<br />το βραδινό [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE <i>deus</i>- «βυθίζομαι, [[βουλιάζω]]». Ο τ. [[δείελος]] χρησιμοποιήθηκε [[αντί]] του [[δέελος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δεύσελος</i>, για μετρικούς λόγους ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>dos</i><i>ā</i> «το [[απόγευμα]]», αβεστ. <i>da</i><i>ō</i><i>šatara</i>- «[[εσπερινός]], [[δυτικός]]», νεοπερσ. <i>d</i><i>ō</i><i>š</i> «η τελευταία [[νύχτα]] που πέρασε»). Υποστηρίζεται ότι ο τ. [[δείελος]] συνδέεται με το [[δήλος]], ενώ κατ' άλλους συνδέεται πιθ. με το <i>δύω</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |