Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζακρυόεις: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζακρυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[κρύος]], [[κρυερός]], [[παγωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το [[δακρυόεις]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζάπεδο</i> [[αντί]] [[δάπεδο]], <i>ζακόρος</i> [[αντί]] <i>δακόρος</i>), ενώ πρόκειται [[απλώς]] για σύνθετη [[λέξη]] από το επιτατικό <i>ζα</i> και το [[κρυόεις]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρύος]])].
|mltxt=[[ζακρυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[κρύος]], [[κρυερός]], [[παγωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το [[δακρυόεις]] ([[πρβλ]]. <i>ζάπεδο</i> [[αντί]] [[δάπεδο]], <i>ζακόρος</i> [[αντί]] <i>δακόρος</i>), ενώ πρόκειται [[απλώς]] για σύνθετη [[λέξη]] από το επιτατικό <i>ζα</i> και το [[κρυόεις]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρύος]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζακρῠόεις Medium diacritics: ζακρυόεις Low diacritics: ζακρυόεις Capitals: ΖΑΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: zakryóeis Transliteration B: zakryoeis Transliteration C: zakryoeis Beta Code: zakruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (κρυόεις) A very numbing, freezing, θάνατος Alc. Supp.12.8.

Greek Monolingual

ζακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κρύος, κρυερός, παγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα και το κρυόεις (< κρύος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζακρυόεις -εσσα -εν [ζα-, κρυόεις] Αeol. ijselijk:. θάνατος ζ. de ijselijke dood Alc. 34.8.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of θάνατος (Alc. Supp. 12, 8 = LP B 2a 8), prob. for δακρυόεις with many tears at the same time referring to κρυόεις;
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: See on ζά and Risch Mus. Helv. 3, 253ff.

Frisk Etymology German

ζακρυόεις: {zakruóeis}
Meaning: Beiwort von θάνατος (Alk. Supp. 12, 8 = LP B 2a 8), wohl für δακρυόεις tränenreich mit gleichzeitiger Beziehung auf κρυόεις;
Etymology : vgl. zu ζά und Risch Mus. Helv. 3, 253ff.
Page 1,608