ιασιώνη: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη)<br />δικότυλο αγγειόσπερμο [[φυτό]] της οικογένειας καμπανουλίδες της τάξης [[σύνανδρα]], [[κομβόλβουλος]], [[περιπλοκάδι]], [[σκαμμωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. <span style="color: red;"><</span> <i>ίασις</i>. Προήλθε πιθ. λόγω της ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς [[είναι]] άγνωστη. Ως [[επιστημονικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια ( | |mltxt=και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη)<br />δικότυλο αγγειόσπερμο [[φυτό]] της οικογένειας καμπανουλίδες της τάξης [[σύνανδρα]], [[κομβόλβουλος]], [[περιπλοκάδι]], [[σκαμμωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. <span style="color: red;"><</span> <i>ίασις</i>. Προήλθε πιθ. λόγω της ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς [[είναι]] άγνωστη. Ως [[επιστημονικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>jasione</i> «[[ιασιώνη]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη)
δικότυλο αγγειόσπερμο φυτό της οικογένειας καμπανουλίδες της τάξης σύνανδρα, κομβόλβουλος, περιπλοκάδι, σκαμμωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ίασις. Προήλθε πιθ. λόγω της ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς είναι άγνωστη. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasione «ιασιώνη»)].