3,277,309
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάρπασον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[λευκός]] [[ελλέβορος]]<br /><b>2.</b> ο [[δηλητηριώδης]] [[χυμός]] του ελλέβορου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, [[λέξη]] όπως επιβεβαιώνεται από την [[εναλλαγή]] <i>s</i> και <i>th</i> οδοντικού: Καρπασία / [[Κάρπαθος]] ( | |mltxt=[[κάρπασον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[λευκός]] [[ελλέβορος]]<br /><b>2.</b> ο [[δηλητηριώδης]] [[χυμός]] του ελλέβορου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, [[λέξη]] όπως επιβεβαιώνεται από την [[εναλλαγή]] <i>s</i> και <i>th</i> οδοντικού: Καρπασία / [[Κάρπαθος]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>carpasum</i> / <i>carpathum</i>). Η [[αναγωγή]] της λ. σε [[καρπός]] και [[επίθημα]] -<i>άσον</i> [[είναι]] [[προφανώς]] εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα <i>kapasija</i> και <i>kapatija</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |