καταπυγόσυνος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(19)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπυγόσυνος]], -η, -ον (Α)<br />[[καταπύγων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[καταπυγοσύνη]] (με υποχωρητ. σχηματισμό), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευφρ</i>-<i>όσυνος</i>: [[ευφροσύνη]]].
|mltxt=[[καταπυγόσυνος]], -η, -ον (Α)<br />[[καταπύγων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[καταπυγοσύνη]] (με υποχωρητ. σχηματισμό), [[πρβλ]]. <i>ευφρ</i>-<i>όσυνος</i>: [[ευφροσύνη]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

καταπῡγόσῠνος: -η, -ον, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος ἐν «Χειρ.» 4, ἀλλ’ ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

καταπυγόσυνος, -η, -ον (Α)
καταπύγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ-όσυνος: ευφροσύνη].