κιστίδες: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(20) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οι<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της τάξης τών παριετωδών ή, κατ' άλλους, της τάξης τών βιολωδών, που ευδοκιμούν σε ηλιόλουστους τόπους, σε αμμώδη και ασβεστώδη εδάφη τών μεσογειακών χωρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=οι<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της τάξης τών παριετωδών ή, κατ' άλλους, της τάξης τών βιολωδών, που ευδοκιμούν σε ηλιόλουστους τόπους, σε αμμώδη και ασβεστώδη εδάφη τών μεσογειακών χωρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cistaceae</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cist</i>- ([[πρβλ]]. [[κίστος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>aceae</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>aceus</i>), που στην ελλ. αποδίδεται με την -<i>ίδες</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:28, 23 August 2021
Greek Monolingual
οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της τάξης τών παριετωδών ή, κατ' άλλους, της τάξης τών βιολωδών, που ευδοκιμούν σε ηλιόλουστους τόπους, σε αμμώδη και ασβεστώδη εδάφη τών μεσογειακών χωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cistaceae < cist- (πρβλ. κίστος) + κατάλ. -aceae (< λατ. -aceus), που στην ελλ. αποδίδεται με την -ίδες].