κομιδή: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κομιδή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[μέριμνα]] («οὐ πρασιὴ [[ἄνευ]] κομιδῆς κατὰ κῆπον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν [[ἐπηετανός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τροφή]]<br /><b>4.</b> [[μεταφορά]] εφοδίων<br /><b>5.</b> [[συγκομιδή]] και [[αποθήκευση]] καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν περῖ τὴν Πελοπόννησον κομιδήν ἀδύνατον ἐσομένην», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἔχων τοὺς ἐπιλέκτους ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου [[κομιδῇ]] περὶ τὴν Ἀργείαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μεταφορά]]<br /><b>7.</b> <b>ιατρ.</b> [[εξαγωγή]] («κομιδὴ ὀδόντων», Σωρ.)<br /><b>8.</b> [[σωτηρία]], [[απελευθέρωση]] («τὸ [[πάλαι]] κατὰ Ἑλένης κομιδὴν Τυνδαρίδαι ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[πληρωμή]] χρέους («οὐκ ἔνι τὴν κομιδὴν γεγενῆσθαι τούτων τῶν χρημάτων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> [[μετάβαση]] ή [[ερχομός]]<br /><b>11.</b> [[ασφαλής]] [[επιστροφή]] («οὐτε τις κομιδὴ τὸ [[ὀπίσω]] φανήσεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[διαφυγή]] από θάνατο («μένων δ' ὁ θεῑος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[κομίζω]].<br /><b>(II)</b><br />[[κομιδῇ]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b> εντελώς, παντελώς («ἀσθενῆ τὰ Φιλίππου πράγματα καὶ [[κομιδῇ]] μικρά», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ακριβώς («ἀλλ' ἐστίν... [[κομιδῇ]] [[μεσημβρία]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (σε απαντήσεις) α) «[[κομιδῇ]] μὲν οὖν» — και πολύ [[μάλιστα]]<br />β) «[[κομιδῇ]] γε» — βεβαιότατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. [[κομιδῇ]] (του τ. [[κομιδή]]) που χρησιμοποιούνταν ως επίρρ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[πεζῇ]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κομιδή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[μέριμνα]] («οὐ πρασιὴ [[ἄνευ]] κομιδῆς κατὰ κῆπον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν [[ἐπηετανός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τροφή]]<br /><b>4.</b> [[μεταφορά]] εφοδίων<br /><b>5.</b> [[συγκομιδή]] και [[αποθήκευση]] καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν περῖ τὴν Πελοπόννησον κομιδήν ἀδύνατον ἐσομένην», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἔχων τοὺς ἐπιλέκτους ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου [[κομιδῇ]] περὶ τὴν Ἀργείαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μεταφορά]]<br /><b>7.</b> <b>ιατρ.</b> [[εξαγωγή]] («κομιδὴ ὀδόντων», Σωρ.)<br /><b>8.</b> [[σωτηρία]], [[απελευθέρωση]] («τὸ [[πάλαι]] κατὰ Ἑλένης κομιδὴν Τυνδαρίδαι ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[πληρωμή]] χρέους («οὐκ ἔνι τὴν κομιδὴν γεγενῆσθαι τούτων τῶν χρημάτων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> [[μετάβαση]] ή [[ερχομός]]<br /><b>11.</b> [[ασφαλής]] [[επιστροφή]] («οὐτε τις κομιδὴ τὸ [[ὀπίσω]] φανήσεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[διαφυγή]] από θάνατο («μένων δ' ὁ θεῑος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[κομίζω]].<br /><b>(II)</b><br />[[κομιδῇ]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b> εντελώς, παντελώς («ἀσθενῆ τὰ Φιλίππου πράγματα καὶ [[κομιδῇ]] μικρά», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ακριβώς («ἀλλ' ἐστίν... [[κομιδῇ]] [[μεσημβρία]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (σε απαντήσεις) α) «[[κομιδῇ]] μὲν οὖν» — και πολύ [[μάλιστα]]<br />β) «[[κομιδῇ]] γε» — βεβαιότατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. [[κομιδῇ]] (του τ. [[κομιδή]]) που χρησιμοποιούνταν ως επίρρ. ([[πρβλ]]. [[πεζῇ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm