λαοπρόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που αναδείχθηκε από τον λαό, ο [[εκλεκτός]] του λαού («[[λαοπρόβλητος]] [[ηγέτης]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόβλητος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>-[[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εθνο</i>-[[πρόβλητος]], <i>θεο</i>-[[πρόβλητος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που αναδείχθηκε από τον λαό, ο [[εκλεκτός]] του λαού («[[λαοπρόβλητος]] [[ηγέτης]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόβλητος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>-[[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>εθνο</i>-[[πρόβλητος]], <i>θεο</i>-[[πρόβλητος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Revision as of 14:18, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αναδείχθηκε από τον λαό, ο εκλεκτός του λαού («λαοπρόβλητος ηγέτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -πρόβλητος (< προ-βάλλω), πρβλ. εθνο-πρόβλητος, θεο-πρόβλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].