3,277,226
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και λάφτω (Α [[λάπτω]])<br />[[πίνω]] [[νερό]] με τη [[γλώσσα]] («λάψοντες γλώσσῃσιν... [[μέλαν]] [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πίνω]] με [[απληστία]], ρουφώ («[[αἷμα]] λέλαφας», <b>Αριστοφ.</b><br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>λάπτομαι</i><br />[[καταπίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητικός [[εκφραστικός]] τ. που συνδέεται με άλλους ΙΕ ( | |mltxt=και λάφτω (Α [[λάπτω]])<br />[[πίνω]] [[νερό]] με τη [[γλώσσα]] («λάψοντες γλώσσῃσιν... [[μέλαν]] [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πίνω]] με [[απληστία]], ρουφώ («[[αἷμα]] λέλαφας», <b>Αριστοφ.</b><br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>λάπτομαι</i><br />[[καταπίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητικός [[εκφραστικός]] τ. που συνδέεται με άλλους ΙΕ ([[πρβλ]]. αλβ. <i>lap</i> «[[καταπίνω]], ρουφώ», που λέγεται για σκύλους και γάτες, πιθ. ρωσ. <i>lopotŭ</i> «[[καταπίνω]]», λιθουαν. <i>lapenti</i> «[[καταπίνω]]» [για χοίρους], αγγλοσαξ. <i>lapian</i>, λατ. <i>lampo</i> που εμφανίζει και έρρινο [[ένθημα]]). Επίσης έχουμε συγγενείς τ. με άηχο δασύ<br />[[πρβλ]]. αρμ. <i>lap</i>'<i>em</i> και [[λαφύσσω]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], ο μέλλ. <i>λάψω</i> και ο παρακμ. <i>λέλαφα</i> συνδέονται με λιθουαν. <i>lakti</i> και ρωσ. <i>lokatĩ</i>, [[υπόθεση]] που προϋποθέτει ύπαρξη χειλοϋπερωικού συμφώνου. Σ' αυτή την [[περίπτωση]], ο τ. [[λάπτω]] θα [[πρέπει]] να [[είναι]] [[υστερογενής]], [[άποψη]] πολύ πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |