λήγω: Difference between revisions

14 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[λήγω]])<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] [[πέρας]], [[παρέρχομαι]], [[τελειώνω]] (α. «η [[προθεσμία]] υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο [[τέλος]] της εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῦτα ἦν τοῦ χειμῶνος λήγοντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[καταλήγω]], τερματίζομαι, [[τελειώνω]] σε [[κάτι]] (α. «το [[ρήμα]] λήγει σε -<i>μι</i>» β. «ο [[αριθμός]] του λαχείου μου λήγει σε [[πέντε]]» γ. «εἰς ε λήγων», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παύω]], [[καταπαύω]], [[καταστέλλω]], [[σταματώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε [[μένος]] μέγα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] ως [[λογικό]] [[συμπέρασμα]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ λῆγον</i><br />το επόμενο, σε [[αντιδιαστολή]] με το <i>ἡγούμενον</i><br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λήγω]] τοῦ βίου» — [[πεθαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>sl</i><i>ē</i><i>g</i>- «[[χαλαρός]], [[άτονος]]» (την ύπαρξη του -<i>σ</i>- στη [[ρίζα]] επιβεβαιώνει ο [[διπλασιασμός]] του -<i>λ</i>- στα [[σύνθετα]], <b>[[πρβλ]].</b> [[άλληκτος]], <i>καταλλήξειαν</i>), [[βαθμίδα]] που απαντά μόνο στην Ελληνική. Ο τ. συνδέεται με τους [[λαγαίω]], [[λαγγάζω]], [[λαγαρός]], [[λάγνος]]. Επίσης με τους [[λωγάς]], [[λωγάνιον]], που ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (για περισσότερες συνδέσεις <b>βλ. λ.</b> [[λαγγάζω]], [[λαγαρός]]). Το ρ. απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>ληξι</i>- <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λήξω</i>, [[λῆξις]]) σε σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λήξη]](<i>ις</i>)<br /><b>μσν.</b><br />[[λήγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ληξίαρχος]], [[ληξιπύρετος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ληξιφάρμακον]], [[ληξίφωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ληξίπονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ληξιπρόθεσμος]]. (Β' συνθετικό) [[απολήγω]], [[καταλήγω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκλήγω]], <i>ελλήγω</i>, [[επιλήγω]], [[μεταλήγω]], [[παραλήγω]], [[προαπολήγω]], [[προκαταλήγω]], [[προπαραλήγω]], [[συγκαταλήγω]], [[συλλήγω]], [[συναπολήγω]], [[υπολήγω]]].
|mltxt=(AM [[λήγω]])<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] [[πέρας]], [[παρέρχομαι]], [[τελειώνω]] (α. «η [[προθεσμία]] υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο [[τέλος]] της εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῦτα ἦν τοῦ χειμῶνος λήγοντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[καταλήγω]], τερματίζομαι, [[τελειώνω]] σε [[κάτι]] (α. «το [[ρήμα]] λήγει σε -<i>μι</i>» β. «ο [[αριθμός]] του λαχείου μου λήγει σε [[πέντε]]» γ. «εἰς ε λήγων», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παύω]], [[καταπαύω]], [[καταστέλλω]], [[σταματώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε [[μένος]] μέγα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] ως [[λογικό]] [[συμπέρασμα]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ λῆγον</i><br />το επόμενο, σε [[αντιδιαστολή]] με το <i>ἡγούμενον</i><br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λήγω]] τοῦ βίου» — [[πεθαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>sl</i><i>ē</i><i>g</i>- «[[χαλαρός]], [[άτονος]]» (την ύπαρξη του -<i>σ</i>- στη [[ρίζα]] επιβεβαιώνει ο [[διπλασιασμός]] του -<i>λ</i>- στα [[σύνθετα]], [[πρβλ]]. [[άλληκτος]], <i>καταλλήξειαν</i>), [[βαθμίδα]] που απαντά μόνο στην Ελληνική. Ο τ. συνδέεται με τους [[λαγαίω]], [[λαγγάζω]], [[λαγαρός]], [[λάγνος]]. Επίσης με τους [[λωγάς]], [[λωγάνιον]], που ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (για περισσότερες συνδέσεις <b>βλ. λ.</b> [[λαγγάζω]], [[λαγαρός]]). Το ρ. απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>ληξι</i>- <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- ([[πρβλ]]. <i>λήξω</i>, [[λῆξις]]) σε σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λήξη]](<i>ις</i>)<br /><b>μσν.</b><br />[[λήγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ληξίαρχος]], [[ληξιπύρετος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ληξιφάρμακον]], [[ληξίφωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ληξίπονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ληξιπρόθεσμος]]. (Β' συνθετικό) [[απολήγω]], [[καταλήγω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκλήγω]], <i>ελλήγω</i>, [[επιλήγω]], [[μεταλήγω]], [[παραλήγω]], [[προαπολήγω]], [[προκαταλήγω]], [[προπαραλήγω]], [[συγκαταλήγω]], [[συλλήγω]], [[συναπολήγω]], [[υπολήγω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm