Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, [[μεγαλορρήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, [[μεγαλορρήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] ([[πρβλ]]. <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλόστομος:''' большеротый, с большой пастью (ζῷα Arst.).
|elrutext='''μεγᾰλόστομος:''' большеротый, с большой пастью (ζῷα Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:51, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόστομος Medium diacritics: μεγαλόστομος Low diacritics: μεγαλόστομος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: megalóstomos Transliteration B: megalostomos Transliteration C: megalostomos Beta Code: megalo/stomos

English (LSJ)

ον, A with large mouth, Arist.PA662a25.

German (Pape)

[Seite 107] großmündig, großmäulig; Arist. part. an. 3, 1; Schol. Pind. N. 1, 61.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόστομος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στόμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόστομος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στόμα
νεοελλ.
αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, μεγαλορρήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + στόμα (πρβλ. αυθαδό-στομος)].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόστομος: большеротый, с большой пастью (ζῷα Arst.).