3,274,917
edits
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μικροσκόπιο]] ή αυτός που γίνεται με [[μικροσκόπιο]] («μικροσκοπική [[εξέταση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] τόσο [[μικρός]] ώστε να [[είναι]] [[ορατός]] μόνο με το [[μικροσκόπιο]] («μικροσκοπικά ζωύφια»<br /><b>3.</b> πολύ [[μικρός]] («μικροσκοπικό [[ρολόι]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[αρχή]] μικροσκοπικής αντιστρεπτότητας» — [[αρχή]] σύμφωνα με την οποία στην [[κατάσταση]] της ισορροπίας, παρ' όλο που σε μακροσκοπική, δηλ. μετρήσιμη, [[κλίμακα]] το [[σύστημα]] φαίνεται χρονικά αμετάλβητο, σε μικροσκοπική, δηλ. ατομική ή μοριακή, [[κλίμακα]] το [[σύστημα]] βρίσκεται σε συνεχή [[δραστηριότητα]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικροσκοπικός]]<br /><b>βιολ.</b> όρος που αναφέρεται σε έναν οργανισμό ή σε ένα όργανο που δεν [[είναι]] ορατά [[χωρίς]] τη [[χρήση]] μικροσκοπίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροσκοπικώς</i><br />με μικροσκοπική [[εξέταση]] («εξέτασαν το [[αίμα]] του μικροσκοπικώς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μικροσκόπιο]] ή αυτός που γίνεται με [[μικροσκόπιο]] («μικροσκοπική [[εξέταση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] τόσο [[μικρός]] ώστε να [[είναι]] [[ορατός]] μόνο με το [[μικροσκόπιο]] («μικροσκοπικά ζωύφια»<br /><b>3.</b> πολύ [[μικρός]] («μικροσκοπικό [[ρολόι]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[αρχή]] μικροσκοπικής αντιστρεπτότητας» — [[αρχή]] σύμφωνα με την οποία στην [[κατάσταση]] της ισορροπίας, παρ' όλο που σε μακροσκοπική, δηλ. μετρήσιμη, [[κλίμακα]] το [[σύστημα]] φαίνεται χρονικά αμετάλβητο, σε μικροσκοπική, δηλ. ατομική ή μοριακή, [[κλίμακα]] το [[σύστημα]] βρίσκεται σε συνεχή [[δραστηριότητα]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικροσκοπικός]]<br /><b>βιολ.</b> όρος που αναφέρεται σε έναν οργανισμό ή σε ένα όργανο που δεν [[είναι]] ορατά [[χωρίς]] τη [[χρήση]] μικροσκοπίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροσκοπικώς</i><br />με μικροσκοπική [[εξέταση]] («εξέτασαν το [[αίμα]] του μικροσκοπικώς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>microscopique</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο <i>Λεξικόν της Γαλλικής Γλώσσης</i> του Γρ. Ζαλίκογλου]. | ||
}} | }} |