3,274,816
edits
(3_47-test) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ατός]], το / [[χρῆμα]], ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πληθ. [[χρείματα]], τὰ, Α<br /><b>1.</b> συναλλακτικό [[μέσο]], [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> (στον εν. και στον πληθ.) <i>τα χρήματα</i><br />η [[περιουσία]] σε [[νόμισμα]], [[μετρητά]], λεφτά, παράδες (α. «έχει [[πολλά]] χρήματα» β. «πωλήσας ἤνεγκε τὸ [[χρῆμα]] καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς [[πόδας]] τῶν ἀποστόλων», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κοινής αποδοχής [[μέσο]] οικονομικών ανταλλαγών, στο οποίο έχουν εκφραστεί οι τιμές και οι αξίες και το οποίο αποτελεί το κύριο [[μέτρο]] του πλούτου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αγορά]] χρήματος»<br /><b>(οικον.)</b> η [[χρηματαγορά]]<br />β) «θερμό [[χρήμα]]» — κεφάλαια που μετακινούνται από μία [[χώρα]] σε [[άλλη]] σε βραχυχρόνια [[βάση]]<br />γ) «λογιστικό - τραπεζικό [[χρήμα]]» — [[χρήμα]] που δημιουργεί η ομαλή [[λειτουργία]] του τραπεζικού συστήματος με την [[μετατροπή]] σε δάνεια τών καταθέσεων τών καταθετών<br />δ) «ξεπλυμένο [[χρήμα]]» — [[χρήμα]] που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες και το οποίο, με διάφορα τεχνάσματα, εμφανίζεται από τους κατόχους του να έχει νόμιμη [[προέλευση]]<br />ε) «πλαστικό [[χρήμα]]» — τα χρηματικά ποσά που διακινούνται μέσω τών πιστωτικών και χρεωστικών πλαστικών καρτών που εκδίδουν τράπεζες και επιχειρήσεις με στόχο τη [[διευκόλυνση]] τών συναλλαγών και τών ταξιδιών<br />στ) «ποσοτική [[θεωρία]] χρήματος» — οικονομική [[θεωρία]] που συσχετίζει αλλαγές στο επίπεδο τών τιμών με τις μεταβολές στην [[ποσότητα]] του χρήματος<br />ζ) «έπεσε πολύ [[χρήμα]]» — δαπανήθηκαν [[πολλά]] χρήματα<br />η) «έχει [[χρήμα]] με [[ουρά]]» — [[είναι]] [[βαθύπλουτος]]<br />θ) «[[είναι]] [[ανώτερος]] χρημάτων» — [[είναι]] [[αδέκαστος]], δεν δωροδοκείται<br />ι) «ο [[χρόνος]] [[είναι]] [[χρήμα]]» — <b>βλ.</b> [[χρόνος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «έχεις χρήματα, έχεις πατήματα» — δηλώνει ότι το [[χρήμα]] προσδίδει στον κάτοχό του κοινωνική [[δύναμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[ιερό]] [[κειμήλιο]] ναού<br /><b>3.</b> [[τιμή]], [[αξία]]<br /><b>4.</b> [[συμβάν]], [[γεγονός]]<br /><b>5.</b> [[μάχη]], [[συμπλοκή]]<br /><b>6.</b> [[χρησμός]]<br /><b>7.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[μεγάλος]] [[αριθμός]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> α) χρέη<br />β) εμπορεύματα<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «τί [[χρῆμα]];»<br />i) τί [[πράγμα]], τί;<br />ii) [[γιατί]];<br />β) «τί δ' ἐστι [[χρῆμα]]» — τί συμβαίνει; (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «[[μάλιστα]] χρημάτων» — [[πάνω]] απ' όλα, [[κυρίως]]<br />δ) «τὸ [[χρῆμα]] τῶν νυκτῶν ὅσον» — πόσο πολύ μεγάλες [[είναι]] οι νύχτες (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ε) «λιπαρὸν τὸ [[χρῆμα]] τῆς πόλεως» — τί [[λαμπρή]] [[πόλη]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />στ) «πᾱν [[χρῆμα]] κινῶ» — [[κινώ]] [[κάθε]] λίθο, [[κάνω]] [[οτιδήποτε]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ζ) «τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον» — το [[έργο]], η [[πράξη]] δείχνει το [[ποιόν]] του ανθρώπου (<b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> α) «χρήματα ψυχὴ πέλεται βροτοῑσι» — δηλώνει ότι η [[περιουσία]] έχει ζωτική [[σημασία]] για [[κάθε]] άνθρωπο (<b>Ησίοδ.</b>)<br />β) «χρήματ' [[ἀνήρ]]» — δηλώνει ότι η [[περιουσία]] προσδίδει [[υπόσταση]] σε έναν άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται», με κατάλ. -<i>μα</i> τών ουδ. και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα πλούτη, τα [[αγαθά]], τα νομίσματα και την [[περιουσία]] σε νομίσματα ([[δηλαδή]] τα εισοδήματα που μπορεί να χρησιμοποιήσει [[κανείς]] εύκολα [[κάθε]] [[στιγμή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη λ. [[κτῆμα]]), ενώ απαντά και με τη γενική σημ. «[[πράγμα]], [[υπόθεση]]» (για το [[ζεύγος]] [[χρῆμα]]: [[χρῆσις]], <b>βλ. λ.</b> [[χρήση]]). Η λ. [[χρῆμα]] απαντά ως β' συνθετικό με τις μορφές -<i>χρήμων</i>, η οποία [[είναι]] αρχαιότερη ( | |mltxt=-[[ατός]], το / [[χρῆμα]], ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πληθ. [[χρείματα]], τὰ, Α<br /><b>1.</b> συναλλακτικό [[μέσο]], [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> (στον εν. και στον πληθ.) <i>τα χρήματα</i><br />η [[περιουσία]] σε [[νόμισμα]], [[μετρητά]], λεφτά, παράδες (α. «έχει [[πολλά]] χρήματα» β. «πωλήσας ἤνεγκε τὸ [[χρῆμα]] καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς [[πόδας]] τῶν ἀποστόλων», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κοινής αποδοχής [[μέσο]] οικονομικών ανταλλαγών, στο οποίο έχουν εκφραστεί οι τιμές και οι αξίες και το οποίο αποτελεί το κύριο [[μέτρο]] του πλούτου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αγορά]] χρήματος»<br /><b>(οικον.)</b> η [[χρηματαγορά]]<br />β) «θερμό [[χρήμα]]» — κεφάλαια που μετακινούνται από μία [[χώρα]] σε [[άλλη]] σε βραχυχρόνια [[βάση]]<br />γ) «λογιστικό - τραπεζικό [[χρήμα]]» — [[χρήμα]] που δημιουργεί η ομαλή [[λειτουργία]] του τραπεζικού συστήματος με την [[μετατροπή]] σε δάνεια τών καταθέσεων τών καταθετών<br />δ) «ξεπλυμένο [[χρήμα]]» — [[χρήμα]] που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες και το οποίο, με διάφορα τεχνάσματα, εμφανίζεται από τους κατόχους του να έχει νόμιμη [[προέλευση]]<br />ε) «πλαστικό [[χρήμα]]» — τα χρηματικά ποσά που διακινούνται μέσω τών πιστωτικών και χρεωστικών πλαστικών καρτών που εκδίδουν τράπεζες και επιχειρήσεις με στόχο τη [[διευκόλυνση]] τών συναλλαγών και τών ταξιδιών<br />στ) «ποσοτική [[θεωρία]] χρήματος» — οικονομική [[θεωρία]] που συσχετίζει αλλαγές στο επίπεδο τών τιμών με τις μεταβολές στην [[ποσότητα]] του χρήματος<br />ζ) «έπεσε πολύ [[χρήμα]]» — δαπανήθηκαν [[πολλά]] χρήματα<br />η) «έχει [[χρήμα]] με [[ουρά]]» — [[είναι]] [[βαθύπλουτος]]<br />θ) «[[είναι]] [[ανώτερος]] χρημάτων» — [[είναι]] [[αδέκαστος]], δεν δωροδοκείται<br />ι) «ο [[χρόνος]] [[είναι]] [[χρήμα]]» — <b>βλ.</b> [[χρόνος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «έχεις χρήματα, έχεις πατήματα» — δηλώνει ότι το [[χρήμα]] προσδίδει στον κάτοχό του κοινωνική [[δύναμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[ιερό]] [[κειμήλιο]] ναού<br /><b>3.</b> [[τιμή]], [[αξία]]<br /><b>4.</b> [[συμβάν]], [[γεγονός]]<br /><b>5.</b> [[μάχη]], [[συμπλοκή]]<br /><b>6.</b> [[χρησμός]]<br /><b>7.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[μεγάλος]] [[αριθμός]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> α) χρέη<br />β) εμπορεύματα<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «τί [[χρῆμα]];»<br />i) τί [[πράγμα]], τί;<br />ii) [[γιατί]];<br />β) «τί δ' ἐστι [[χρῆμα]]» — τί συμβαίνει; (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «[[μάλιστα]] χρημάτων» — [[πάνω]] απ' όλα, [[κυρίως]]<br />δ) «τὸ [[χρῆμα]] τῶν νυκτῶν ὅσον» — πόσο πολύ μεγάλες [[είναι]] οι νύχτες (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ε) «λιπαρὸν τὸ [[χρῆμα]] τῆς πόλεως» — τί [[λαμπρή]] [[πόλη]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />στ) «πᾱν [[χρῆμα]] κινῶ» — [[κινώ]] [[κάθε]] λίθο, [[κάνω]] [[οτιδήποτε]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ζ) «τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον» — το [[έργο]], η [[πράξη]] δείχνει το [[ποιόν]] του ανθρώπου (<b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> α) «χρήματα ψυχὴ πέλεται βροτοῑσι» — δηλώνει ότι η [[περιουσία]] έχει ζωτική [[σημασία]] για [[κάθε]] άνθρωπο (<b>Ησίοδ.</b>)<br />β) «χρήματ' [[ἀνήρ]]» — δηλώνει ότι η [[περιουσία]] προσδίδει [[υπόσταση]] σε έναν άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται», με κατάλ. -<i>μα</i> τών ουδ. και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα πλούτη, τα [[αγαθά]], τα νομίσματα και την [[περιουσία]] σε νομίσματα ([[δηλαδή]] τα εισοδήματα που μπορεί να χρησιμοποιήσει [[κανείς]] εύκολα [[κάθε]] [[στιγμή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη λ. [[κτῆμα]]), ενώ απαντά και με τη γενική σημ. «[[πράγμα]], [[υπόθεση]]» (για το [[ζεύγος]] [[χρῆμα]]: [[χρῆσις]], <b>βλ. λ.</b> [[χρήση]]). Η λ. [[χρῆμα]] απαντά ως β' συνθετικό με τις μορφές -<i>χρήμων</i>, η οποία [[είναι]] αρχαιότερη ([[πρβλ]]. <i>ἀ</i>-<i>χρήμων</i>, <i>φιλο</i>-<i>χρήμων</i>) και -<i>χρήματος</i>, η οποία απαντά [[κυρίως]] στον πεζό λόγο ([[πρβλ]]. <i>ἀ</i>-<i>χρήματος</i>, <i>φιλο</i>-<i>χρήματος</i>)]. | ||
}} | }} |