μολυβδοχύτης: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[μολυβδοχύτης]])<br />αυτός που χύνει μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολύβδι]] <span style="color: red;">+</span> -[[χύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελαιο</i>-[[χύτης]], <i>θερμο</i>-[[χύτης]].
|mltxt=ο (Μ [[μολυβδοχύτης]])<br />αυτός που χύνει μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολύβδι]] <span style="color: red;">+</span> -[[χύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. <i>ελαιο</i>-[[χύτης]], <i>θερμο</i>-[[χύτης]].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Μ μολυβδοχύτης)
αυτός που χύνει μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβδι + -χύτης (< χέω), πρβλ. ελαιο-χύτης, θερμο-χύτης.